τοιχωρυχέω: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />percer un mur pour voler ; voler.<br />'''Étymologie:''' [[τοιχωρύχος]].
|btext=[[τοιχωρυχῶ]] :<br />percer un mur pour voler ; voler.<br />'''Étymologie:''' [[τοιχωρύχος]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=-ῶ (=κάνω διάρρηξη σέ σπίτι). Ἀπό τό [[τοιχωρύχος]] (=κλέφτης) → [[τοῖχος]] + [[ὀρύσσω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[τοῖχος]].
|mantxt=-ῶ (=κάνω διάρρηξη σέ σπίτι). Ἀπό τό [[τοιχωρύχος]] (=[[κλέφτης]]) → [[τοῖχος]] + [[ὀρύσσω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[τοῖχος]].
}}
}}

Latest revision as of 18:40, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοιχωρῠχέω Medium diacritics: τοιχωρυχέω Low diacritics: τοιχωρυχέω Capitals: ΤΟΙΧΩΡΥΧΕΩ
Transliteration A: toichōrychéō Transliteration B: toichōrycheō Transliteration C: toichorycheo Beta Code: toixwruxe/w

English (LSJ)

A dig through a wall like a thief, to be a housebreaker, Ar.Pl.165, Pl.R.575b. X.Mem.1.2.62: c. acc., τοῖχον Arist.EN1138a25.
2 metaph., οἷα ἐτοιχωρύχησαν περὶ τὸ δάνειον what thievish tricks they played with their loan, D.35.9; τοὺς λόγους τινός Philostr. VS2.1.6; πάντα Ph.2.527.

German (Pape)

[Seite 1125] ein τοιχωρύχος, d. i. Dieb sein, das Gewerbe eines Diebes treiben, in Häuser einbrechen; Ar. Plut. 165; Xen. Mem. 1, 2, 62; neben κλέπτειν, Plat. Rep. IX, 575 b. Übertr. sagt Dem. οἷα ἐτοιχωρύχησαν οδρί τὸ δάνειον, welche Spitzbubenstreiche sie mit dem Wucher trieben, 35, 9.

French (Bailly abrégé)

τοιχωρυχῶ :
percer un mur pour voler ; voler.
Étymologie: τοιχωρύχος.

Russian (Dvoretsky)

τοιχωρῠχέω:
1 (тж. τ. τοῖχον Arst.) ломать стену, совершать кражу со взломом Arph., Xen., Plat., Luc.;
2 мошенничать, плутовать (περί τι Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

τοιχωρῠχέω: διορύττω τοῖχον ὡς κλέπτης, εἶμαι τοιχωρύχος, κλέπτης, Ἀριστοφ. Πλ. 165, Πλάτ. Πολ. 575Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 62· μετ’ αἰτ., τοῖχον τ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 10, 6, πρβλ. διορύσσω. 2) μεταφορ., οἷα ἐτοιχωρύχησαν περὶ τὸ δάνειον, ὁποῖα τεχνάσματα ἐπενόησαν ἵνα κατακλέψωσι τὸ δάνειον, Δημ. 925. 24· τ. τοὺς λόγους τινὸς Φιλόστρ. 552. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄. σ. 308.

Greek Monotonic

τοιχωρῠχέω: μέλ. τοιχωρυχήσω,
1. σκάβω τον τοίχο ως κλέφτης, είμαι διαρρήκτης σπιτιού, κλέφτης, σε Αριστοφ., Ξεν.
2. μεταφ., οἷα ἐτοιχωρύχησαν περὶ τὸ δάνειον, ποια τεχνάσματα επινόησαν για να κατακλέψουν το δάνειο, σε Δημ.

Middle Liddell

τοιχωρῠχέω, fut. -ήσω
1. to dig through a wall like a thief, to be a housebreaker, Ar., Xen.
2. metaph., οἷα ἐτοιχωρύχησαν περὶ τὸ δάνειον what thievish tricks they played with their loan, Dem. [from τοιχωρῠ́χος]

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=κάνω διάρρηξη σέ σπίτι). Ἀπό τό τοιχωρύχος (=κλέφτης) → τοῖχος + ὀρύσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη τοῖχος.