προϋφαιρέω: Difference between revisions
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proyfaireo | |Transliteration C=proyfaireo | ||
|Beta Code=prou+faire/w | |Beta Code=prou+faire/w | ||
|Definition= | |Definition=[[snatch]], <b class="b3">π. τὰς ἐκκλησίας</b>, i.e. [[have]] them [[held before]] the proper time, Aeschin.2.61. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0795.png Seite 795]] (s. [[αἱρέω]]), vorher (darunter) wegnehmen, τὰς ἐκκλησίας πρὶν ἐπιδημῆσαι τοὺς πρέσβεις, Aesch. 2, 61. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0795.png Seite 795]] (s. [[αἱρέω]]), vorher (darunter) wegnehmen, τὰς ἐκκλησίας πρὶν ἐπιδημῆσαι τοὺς πρέσβεις, Aesch. 2, 61. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[προϋφαιρῶ]] :<br />[[enlever secrètement auparavant]].<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὑφαιρέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προϋφαιρέω:''' досл. тайком похищать, перен. предвосхищать, преждевременно созывать (τὰς ἐκκλησίας Aeschin.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προϋφαιρέω''': προϋποκλέπτω, πρ. τὴν ἐκκλησάιν, δηλ. συγκροτῶ συνέλευσιν αὐτῆς πρὸ τοῦ ὡρισμένου χρόνου, Αἰσχίν. 36 5. | |lstext='''προϋφαιρέω''': προϋποκλέπτω, πρ. τὴν ἐκκλησάιν, δηλ. συγκροτῶ συνέλευσιν αὐτῆς πρὸ τοῦ ὡρισμένου χρόνου, Αἰσχίν. 36 5. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προϋφαιρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αφαιρώ]] από [[πριν]] [[κρυφά]], <i>πρ. τὴν ἐκκλησίαν</i>, δηλ. [[συγκροτώ]] [[συνέλευση]] ([[χωρίς]] [[ανακοίνωση]]) [[πριν]] από τον καθορισμένο χρόνο, σε Αισχίν. | |lsmtext='''προϋφαιρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αφαιρώ]] από [[πριν]] [[κρυφά]], <i>πρ. τὴν ἐκκλησίαν</i>, δηλ. [[συγκροτώ]] [[συνέλευση]] ([[χωρίς]] [[ανακοίνωση]]) [[πριν]] από τον καθορισμένο χρόνο, σε Αισχίν. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:40, 16 March 2024
English (LSJ)
snatch, π. τὰς ἐκκλησίας, i.e. have them held before the proper time, Aeschin.2.61.
German (Pape)
[Seite 795] (s. αἱρέω), vorher (darunter) wegnehmen, τὰς ἐκκλησίας πρὶν ἐπιδημῆσαι τοὺς πρέσβεις, Aesch. 2, 61.
French (Bailly abrégé)
προϋφαιρῶ :
enlever secrètement auparavant.
Étymologie: πρό, ὑφαιρέω.
Russian (Dvoretsky)
προϋφαιρέω: досл. тайком похищать, перен. предвосхищать, преждевременно созывать (τὰς ἐκκλησίας Aeschin.).
Greek (Liddell-Scott)
προϋφαιρέω: προϋποκλέπτω, πρ. τὴν ἐκκλησάιν, δηλ. συγκροτῶ συνέλευσιν αὐτῆς πρὸ τοῦ ὡρισμένου χρόνου, Αἰσχίν. 36 5.
Greek Monotonic
προϋφαιρέω: μέλ. -ήσω, αφαιρώ από πριν κρυφά, πρ. τὴν ἐκκλησίαν, δηλ. συγκροτώ συνέλευση (χωρίς ανακοίνωση) πριν από τον καθορισμένο χρόνο, σε Αισχίν.