συμπροξενέω: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symprokseneo
|Transliteration C=symprokseneo
|Beta Code=sumprocene/w
|Beta Code=sumprocene/w
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[help in furnishing with means]], <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>146</span> codd. LP, but <b class="b3">σὺ πρ</b>. is prob.</span>
|Definition=[[help in furnishing with means]], E.''Hel.''146 codd. LP, but <b class="b3">σὺ πρ.</b> is prob.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0990.png Seite 990]] mit dazu verhelfen, συμπροξένησον, ὡς [[τύχω]] μαντευμάτων, Eur. Hel. 145.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0990.png Seite 990]] mit dazu verhelfen, συμπροξένησον, ὡς [[τύχω]] μαντευμάτων, Eur. Hel. 145.
}}
{{ls
|lstext='''συμπροξενέω''': βοηθῶ παρέχων τὰ μέσα, συμπράττω εἴς τι, συμπροξένησον ὡς τύχω μαντευμάτων Εὐρ. Ἑλ. 146, [[ἔνθα]] ὁ Jacobs διώρθωσε: σὺ προξένησον, ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />aider qqn, [[ὡς]] pour.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[προξενέω]].
|btext=[[συμπροξενῶ]] :<br />aider qqn, [[ὡς]] pour.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[προξενέω]].
}}
}}
{{lsm
{{elnl
|lsmtext='''συμπροξενέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[βοηθώ]] παρέχοντας τα αναγκαία μέσα, [[προμηθεύω]] από κοινού, σε Ευρ.
|elnltext=συμ-προξενέω &#91;[[σύν]], [[προξενέω]]] helpen beschermheer (proxenos) te zijn.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συμπροξενέω:''' [[оказывать помощь]], [[помогать]] Eur.
|elrutext='''συμπροξενέω:''' [[оказывать помощь]], [[помогать]] Eur.
}}
}}
{{elnl
{{lsm
|elnltext=συμ-προξενέω [σύν, προξενέω] helpen beschermheer (proxenos) te zijn.
|lsmtext='''συμπροξενέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[βοηθώ]] παρέχοντας τα αναγκαία μέσα, [[προμηθεύω]] από κοινού, σε Ευρ.
}}
{{ls
|lstext='''συμπροξενέω''': βοηθῶ παρέχων τὰ μέσα, συμπράττω εἴς τι, συμπροξένησον ὡς τύχω μαντευμάτων Εὐρ. Ἑλ. 146, [[ἔνθα]] ὁ Jacobs διώρθωσε: σὺ προξένησον, ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[help]] in furnishing with [[means]], Eur.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[help]] in furnishing with [[means]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 18:40, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπροξενέω Medium diacritics: συμπροξενέω Low diacritics: συμπροξενέω Capitals: ΣΥΜΠΡΟΞΕΝΕΩ
Transliteration A: symproxenéō Transliteration B: symproxeneō Transliteration C: symprokseneo Beta Code: sumprocene/w

English (LSJ)

help in furnishing with means, E.Hel.146 codd. LP, but σὺ πρ. is prob.

German (Pape)

[Seite 990] mit dazu verhelfen, συμπροξένησον, ὡς τύχω μαντευμάτων, Eur. Hel. 145.

French (Bailly abrégé)

συμπροξενῶ :
aider qqn, ὡς pour.
Étymologie: σύν, προξενέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-προξενέω [σύν, προξενέω] helpen beschermheer (proxenos) te zijn.

Russian (Dvoretsky)

συμπροξενέω: оказывать помощь, помогать Eur.

Greek Monotonic

συμπροξενέω: μέλ. -ήσω, βοηθώ παρέχοντας τα αναγκαία μέσα, προμηθεύω από κοινού, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

συμπροξενέω: βοηθῶ παρέχων τὰ μέσα, συμπράττω εἴς τι, συμπροξένησον ὡς τύχω μαντευμάτων Εὐρ. Ἑλ. 146, ἔνθα ὁ Jacobs διώρθωσε: σὺ προξένησον, ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to help in furnishing with means, Eur.