limpio: Difference between revisions
From LSJ
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἁγνός]], [[ἀκέραιος]], [[ἀκηλίδωτος]], [[ἀκήρατος]], [[ἀλώβητος]], [[ἀμίαντος]], [[ἄμιξος]], [[ἀμόλυντος]], [[ἀνεπίκλητος]], [[ἀνυπόστατος]], [[ἀπινής]], [[ἀπόψηκτος]], [[ἀρρύπαντος]], [[ἀρρύπαρος]], [[ἄρρυπος]], [[ἀρρύπωτος]], [[ἄτρυγος | |sltx=[[ἁγνός]], [[ἀκέραιος]], [[ἀκηλίδωτος]], [[ἀκήρατος]], [[ἀλώβητος]], [[ἀμίαντος]], [[ἄμιξος]], [[ἀμόλυντος]], [[ἀνεπίκλητος]], [[ἀνυπόστατος]], [[ἀπινής]], [[ἀπόψηκτος]], [[ἀρρύπαντος]], [[ἀρρύπαρος]], [[ἄρρυπος]], [[ἀρρύπωτος]], [[ἄτρυγος]], [[διάλαμπρος]], [[διειδής]], [[καθαρός]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:54, 18 March 2024
Spanish > Greek
ἁγνός, ἀκέραιος, ἀκηλίδωτος, ἀκήρατος, ἀλώβητος, ἀμίαντος, ἄμιξος, ἀμόλυντος, ἀνεπίκλητος, ἀνυπόστατος, ἀπινής, ἀπόψηκτος, ἀρρύπαντος, ἀρρύπαρος, ἄρρυπος, ἀρρύπωτος, ἄτρυγος, διάλαμπρος, διειδής, καθαρός