λιθοκτονία: Difference between revisions

From LSJ

πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (elru replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />meurtre <i>ou</i> mort par lapidation.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], [[κτείνω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />meurtre <i>ou</i> mort par lapidation.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], [[κτείνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λῐθοκτονία:''' ἡ побиение (насмерть) камнями Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐθοκτονία:''' ἡ ([[κτείνω]]), [[θάνατος]] δια λιθοβολισμού, σε Ανθ.
|lsmtext='''λῐθοκτονία:''' ἡ ([[κτείνω]]), [[θάνατος]] δια λιθοβολισμού, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐθοκτονία:''' ἡ [[побиение]] (насмерть) камнями Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῐθο-κτονία, ἡ, [[κτείνω]]<br />[[death]] by [[stoning]], Anth.
|mdlsjtxt=λῐθο-κτονία, ἡ, [[κτείνω]]<br />[[death]] by [[stoning]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 22:08, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθοκτονία Medium diacritics: λιθοκτονία Low diacritics: λιθοκτονία Capitals: ΛΙΘΟΚΤΟΝΙΑ
Transliteration A: lithoktonía Transliteration B: lithoktonia Transliteration C: lithoktonia Beta Code: liqoktoni/a

English (LSJ)

ἡ, death by stoning, AP9.157.

German (Pape)

[Seite 45] ἡ, das Tödten durch Steinigung, Ep. ad. 465 (IV, 157).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
meurtre ou mort par lapidation.
Étymologie: λίθος, κτείνω.

Russian (Dvoretsky)

λῐθοκτονία: ἡ побиение (насмерть) камнями Anth.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοκτονία: θάνατος διὰ λιθοβολίας, Ἀνθ. Π. 9. 157.

Greek Monolingual

λιθοκτονία, ἡ (Α)
ο θάνατος με λιθοβολισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -κτονία (< -κτόνος< κτείνω), πρβλ. πατροκτονία, παιδοκτονία].

Greek Monotonic

λῐθοκτονία: ἡ (κτείνω), θάνατος δια λιθοβολισμού, σε Ανθ.

Middle Liddell

λῐθο-κτονία, ἡ, κτείνω
death by stoning, Anth.