χηραμοδύτης: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481
m (LSJ1 replacement)
m (elru replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
(No difference)

Latest revision as of 22:10, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χηρᾰμοδύτης Medium diacritics: χηραμοδύτης Low diacritics: χηραμοδύτης Capitals: ΧΗΡΑΜΟΔΥΤΗΣ
Transliteration A: chēramodýtēs Transliteration B: chēramodytēs Transliteration C: chiramodytis Beta Code: xhramodu/ths

English (LSJ)

χηραμοδύτου, ὁ, one who creeps into holes, AP7.295 (Leon.) (ῡ metri gr., nisi leg. χηραμοδύπτης).

German (Pape)

[Seite 1353] ὁ, der in Löcher od. Höhlen kriecht, Leon. Tar. 91 (VII, 295), [wo υ in der Vershebung lang ist].

Russian (Dvoretsky)

χηρᾰμοδύτης: (ῡ in arsi) забирающийся в пещеры Anth.

Greek (Liddell-Scott)

χηρᾰμοδύτης: -ου, ὁ, ὁ εἰσδυόμενος εἰς ὀπάς, τρωγλοδύτης, Ἀνθ. Παλατ. 7. 295. [ῠ φύσει, ἀλλὰ ῡ ἐν ἄρσει ἔνθ’ ἀνωτ.· ὁ Δινδ. προτείνει χηραμοδύπτης.] - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.

Greek Monolingual

-ου, ὁ, Α
αυτός που εισδύει έρποντας μέσα σε τρύπες, τρωγλοδύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χηραμός «κοίλωμα, οπή, σπήλαιο» + -δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. λωπο-δύτης, τρωγλο-δύτης.