ὀτοτοῖ: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "E., ''Or.''" to "E.''Or.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ototoi
|Transliteration C=ototoi
|Beta Code=o)totoi=
|Beta Code=o)totoi=
|Definition=(not [[ὀττοτοῖ]], as freq. in codd.), an exclamation of pain and grief, <b class="b2">ah! woe!</b> <span class="bibl">A. <span class="title">Pers.</span>918</span> (anap.), <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>1389</span>, al.; doubled, <span class="bibl">Id.<span class="title">Andr.</span>1197</span>, etc.; also lengthd., ὀτοτοτοῖ <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>268</span>, al.; ὀτοτοτοτοῖ <span class="bibl">Id.<span class="title">Ag.</span>1072</span>; <b class="b3">ὀτοτοτοτοῖ τοτοῖ</b> cj. in <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>1245</span>; ὀττοτοτοτοτοῖ <span class="bibl">E. <span class="title">Tr.</span> 1294</span>; ὀττοτοττοτοῖ <span class="bibl">Id.<span class="title">Ion</span>789</span>.—Trag., only in lyr.
|Definition=(not [[ὀττοτοῖ]], as freq. in codd.), an exclamation of pain and grief, ah! woe! A. ''Pers.''918 (anap.), [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]''1389, al.; doubled, Id.''Andr.''1197, etc.; also lengthened, ὀτοτοτοῖ [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''268, al.; ὀτοτοτοτοῖ Id.''Ag.''1072; <b class="b3">ὀτοτοτοτοῖ τοτοῖ</b> cj. in S.''El.''1245; ὀττοτοτοτοτοῖ E. ''Tr.'' 1294; ὀττοτοττοτοῖ Id.''Ion''789.—Trag., only in lyr.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὀτοτοῑ και ὀττοτοῑ και ὀτοτοτοτοῑ και ὀττοτοτοτοτοῑ και ὀττοτοττοτοῑ (Α)<br />(επιφών. για πόνο, [[θλίψη]] <b>κ.λπ.</b>) ωχ!, αχ!<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική λ. που συνδέεται με το [[ὄτοβος]]].
|mltxt=ὀτοτοῑ και ὀττοτοῑ και ὀτοτοτοτοῑ και ὀττοτοτοτοτοῑ και ὀττοτοττοτοῖ (Α)<br />(επιφών. για πόνο, [[θλίψη]] <b>κ.λπ.</b>) ωχ!, αχ!<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική λ. που συνδέεται με το [[ὄτοβος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 20:37, 22 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀτοτοῖ Medium diacritics: ὀτοτοῖ Low diacritics: οτοτοί Capitals: ΟΤΟΤΟΙ
Transliteration A: ototoî Transliteration B: ototoi Transliteration C: ototoi Beta Code: o)totoi=

English (LSJ)

(not ὀττοτοῖ, as freq. in codd.), an exclamation of pain and grief, ah! woe! A. Pers.918 (anap.), E.Or.1389, al.; doubled, Id.Andr.1197, etc.; also lengthened, ὀτοτοτοῖ A.Pers.268, al.; ὀτοτοτοτοῖ Id.Ag.1072; ὀτοτοτοτοῖ τοτοῖ cj. in S.El.1245; ὀττοτοτοτοτοῖ E. Tr. 1294; ὀττοτοττοτοῖ Id.Ion789.—Trag., only in lyr.

German (Pape)

[Seite 405] richtiger als ὀτοτοί, ein Schmerzensruf, θρηνῶδες ἐπίφθεγμα, Hesych., ach! weh! Aesch. Pers. 260 u. öfter, Ag. 1042 Ch. 156; ὀτοτοῖ τοτοῖ, Soph. El. 1257; Eur. Or. 1390 u. öfter; auch ὀττοτοτοῖ, Troad. 1787; Sp., πολὺ τὸ ὀττοτοῖ, Luc. Cont. 17.

French (Bailly abrégé)

non ὀττοτοῖ;
ὀτοτοτοῖ ESCHL ou ὀτοτοῖ τοτοῖ SOPH;
interj.
cri de douleur hélas ! hélas ! hélas !.

Russian (Dvoretsky)

ὀτοτοῖ: ὀτοτοτοῖ, ὀτοτοῖ τοτοῖ и ὀτοτοτοτοτοτοῖ interj. увы, увы!, о горе! Trag.

Greek (Liddell-Scott)

ὀτοτοῖ: (οὐχὶ ὀττοτοῖ, ὡς συχνάκις ἐν Ἀντιγράφοις), ἐπιφώνημα ἄλγους καὶ θλίψεως, ἄχ, ὤχ! Τραγ.· διπλοῦν, Εὐρ. Ἀνδρ. 1197, κτλ.· ὡσαύτως ἐκτεταμ. ὀτοτοτοῖ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 268 κ. ἀλλ.· ὀτοτοτοῖ τοτοῖ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1072· ὀτοτοτοτοῖ τοτοῖ Σοφ. Ἠλ. 1245· ὀτοτοτοτοτοτοῖ Εὐρ. Τρῳ 1294, Ἴων 789.

Greek Monolingual

ὀτοτοῑ και ὀττοτοῑ και ὀτοτοτοτοῑ και ὀττοτοτοτοτοῑ και ὀττοτοττοτοῖ (Α)
(επιφών. για πόνο, θλίψη κ.λπ.) ωχ!, αχ!
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. που συνδέεται με το ὄτοβος].

Greek Monotonic

ὀτοτοῖ: επιφών. πόνου και λύπης, αχ! ωιμέ! στους Τραγ.· ομοίως, ὀτοτοτοῖ, σε Αισχύλ.· ὀτοτοτοῖ τοτοῖ, στον ίδ.· ὀτοτοτοτοῖ τοτοῖ· ὀτοτοτοτοτοτοῖ, σε Ευρ.

Middle Liddell


an exclamation of pain and grief, ah! woe! Trag.: so ὀτοτοτοῖ Aesch.; ὀτοτοτοῖ τοτοῖ Aesch.; ὀτοτοτοτοῖ τοτοῖ Soph.; ὀτοτοτοτοτοτοῖ Eur.