διερείδομαι: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -είσομαι<br />Mid. to [[lean]] [[upon]], τινι Eur.
|mdlsjtxt=fut. -είσομαι<br />Mid. to [[lean upon]], τινι Eur.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 12:00, 23 March 2024

Middle Liddell

fut. -είσομαι
Mid. to lean upon, τινι Eur.

French (Bailly abrégé)

s'appuyer sur, τινι : δ. πρός τι résister fortement à qch.
Étymologie: διά, ἐρείδω.

Greek Monolingual

(AM διερείδομαι) ερείδω
μέσ. στηρίζομαι, ακουμπώ
αρχ.
1. υποστηρίζω, υποστυλώνω
2. μέσ. αντιστέκομαι
3. κρατώ σε απόσταση, χωριστά.

Greek Monotonic

διερείδομαι: μέλ. -είσομαι, Μέσ., γέρνω, κλίνω πάνω σε, στηρίζομαι, ακουμπώ, τινι, σε Ευρ.