Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γεροντικός: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=gerontikos
|Transliteration C=gerontikos
|Beta Code=gerontiko/s
|Beta Code=gerontiko/s
|Definition=γεροντική, γεροντικόν, [[of old men]] or [[for old men]], λουτρά Pl.''Lg.''761c; κρᾶσις Ath.Med. ap. Orib. inc.23.6: τὸ [[γεροντικόν]], [[senate house]], Str.14.1.43; cf. [[γερόντιον]] Adv. [[γεροντικῶς]] = [[like an old man]], [[varia lectio|v.l.]] in Ar.''V.''1132, cf. Plu.2.639d: Comp. [[γεροντικώτερον]] Cic. ''Att.''12.1.2.
|Definition=γεροντική, γεροντικόν, [[of old men]] or [[for old men]], λουτρά [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''761c; κρᾶσις Ath.Med. ap. Orib. inc.23.6: τὸ [[γεροντικόν]], [[senate house]], Str.14.1.43; cf. [[γερόντιον]] Adv. [[γεροντικῶς]] = [[like an old man]], [[varia lectio|v.l.]] in Ar.''V.''1132, cf. Plu.2.639d: Comp. [[γεροντικώτερον]] Cic. ''Att.''12.1.2.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 13:05, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεροντικός Medium diacritics: γεροντικός Low diacritics: γεροντικός Capitals: ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: gerontikós Transliteration B: gerontikos Transliteration C: gerontikos Beta Code: gerontiko/s

English (LSJ)

γεροντική, γεροντικόν, of old men or for old men, λουτρά Pl.Lg.761c; κρᾶσις Ath.Med. ap. Orib. inc.23.6: τὸ γεροντικόν, senate house, Str.14.1.43; cf. γερόντιον Adv. γεροντικῶς = like an old man, v.l. in Ar.V.1132, cf. Plu.2.639d: Comp. γεροντικώτερον Cic. Att.12.1.2.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1propio de ancianos, de o para ancianos λουτρά Pl.Lg.761c, ὅπλον Call.Epigr.1.7, κρᾶσις γ. constitución física de los ancianos Ath.Med. en Orib.Inc.41.7, ἡλικία Gal.9.654, 17(2).255
neutr. como adv. γεροντικώτερον est memoriola uacillare Cic.Att.248.2.
2 subst. τὸ γεροντικόν = lugar de reunión del Senado Str.14.1.43.
II adv. γεροντικῶς = a la manera de un anciano, de forma experimentada Ar.V.1132 (cód.), cf. Plu.2.639c, Suet.Aug.71.2.

German (Pape)

[Seite 486] = γερόντειος, Plat. Legg. VI, 761 c u. Sp.; τὸ γ., der Senat in Carthago, Pol. 6, 51, 2, f. L. γερόντιον.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de vieillard.
Étymologie: γέρων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γεροντικός -ή -όν γέρων van of voor oude mensen.

Russian (Dvoretsky)

γεροντικός: старческий, стариковский Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

γεροντικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς γέροντα ἢ ὅμοιος γέροντι, Πλάτ. Νόμ. 761C·-πρβλ. ἑπομ.-Ἐπίρρ.–κῶς Πλούτ. 2. 639D.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM γεροντικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει, ταιριάζει ή αναφέρεται σε γέροντες
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το γεροντικό
1. η αίθουσα συνεδριάσεων της μονής
2. (επί τουρκοκρατίας) η αίθουσα συνεδριάσεων τών γερόντων, το αρχοντικό
μσν.
βιβλίο που περιέχει ρητά και διηγήσεις περί μοναχών και ασκητών του παρελθόντος
αρχ.
το οίκημα της γερουσίας.