ὑπώρεια: Difference between revisions
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
(Bailly1_5) |
|||
(23 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yporeia | |Transliteration C=yporeia | ||
|Beta Code=u(pw/reia | |Beta Code=u(pw/reia | ||
|Definition=(in some passages of Hdt. (v. infr.) the best codd. give ὑπώρεα,) ἡ, | |Definition=(in some passages of [[Herodotus|Hdt.]] (v. infr.) the best codd. give ὑπώρεα,) ἡ, [[the foot of a mountain]], [[skirts of a mountain range]], mostly c. gen., ὑπωρείας ᾤκεον.. Ἴδης Il.20.218; οἰκέουσι ὑπώρεαν ὀρέων ὑψηλῶν [[Herodotus|Hdt.]]4.23, cf. 1.110, 2.158, 7.199; [ὄρεα] συμμίσγοντα τὰς ὑπωρέας (-είας codd.) [[ἀλλήλοισι]] ib.129; <b class="b3">ἐπὶ τῆς ὑπωρέης</b> (-είης codd.) τοῦ Κιθαιρῶνος Id.9.19, cf. 25 (-είης codd.); ἐν ταῖς ὑ. [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]'' 681a. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1242.png Seite 1242]] ἡ, ion. ὑπωρέη, die Gegend unten am Berge, der Fuß des Gebirges, Il. 20, 218; Her. hat die ion. Form 2, 158. 7, 199. 9, 19, und, wenn die Lesart richtig ist, auch ὑπώρεα, 4, 23; plur. ὑπώρεαι 1, 110. 7, 129; gew. steht ein noch näher die Lage bestimmender gen. dabei, οὔρεος, οὐρέων, Κιθαιρῶνος; | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1242.png Seite 1242]] ἡ, ion. ὑπωρέη, die Gegend unten am Berge, der Fuß des Gebirges, Il. 20, 218; Her. hat die ion. Form 2, 158. 7, 199. 9, 19, und, wenn die Lesart richtig ist, auch ὑπώρεα, 4, 23; plur. ὑπώρεαι 1, 110. 7, 129; gew. steht ein noch näher die Lage bestimmender gen. dabei, οὔρεος, οὐρέων, Κιθαιρῶνος; <span class="ggns">Gegensatz</span> [[ἀκρώρεια]], Plat. Legg. III, 680 e; Pol. 1, 77, 3 u. Sp., wie Luc. Tim. 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[le pied d'une montagne]], [[le piémont]];<br /><b>2</b> [[le piémont]], [[pays qui s'étend au pied d'une montagne]] <i>ou</i> d'une chaîne de montagnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ὄρος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπώρεια:''' ион. [[ὑπωρέη]] ἡ [[ὄρος]] тж. pl. предгорье (Ἴδης Hom.; τοῦ Κιθαιρῶνος Her.; ἐν ταῖς ὑπωρείας Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπώρεια''': (ἔν τισι χωρίοις τοῦ Ἡροδ. τὰ Ἀντίγραφα φέρουσιν ὑπώρεα), ἡ, οἱ πρόποδες, τὸ [[κάτω]] [[μέρος]] ὄρους, ἢ ὑπὸ τὸ [[ὄρος]] παιδιάς, τὸ πλεῖστον | |lstext='''ὑπώρεια''': (ἔν τισι χωρίοις τοῦ Ἡροδ. τὰ Ἀντίγραφα φέρουσιν ὑπώρεα), ἡ, οἱ πρόποδες, τὸ [[κάτω]] [[μέρος]] ὄρους, ἢ ὑπὸ τὸ [[ὄρος]] παιδιάς, τὸ πλεῖστον μετὰ γεν., ὑπωρείας ᾤκουν… Ἴδης Ἰλ. Υ. 218. οἰκέουσι ὑπώρειαν οὐρέων ὑψηλῶν Ἡρόδ. 4. 23, πρβλ. 1. 110., 2. 158., 7. 199· ([[οὔρεα]]) συμμίσγοντα τὰς ὑπωρείας ἀλλήλοισι ὁ αὐτ. 7. 129· ἐπὶ τῆς ὑπωρείης τοῦ Κιθαιρῶνος ὁ αὐτ. 9. 19, πρβλ. 25· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀκρώρεια]], Πλάτ. Νόμ. 680Ε. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=([[ὄρος]]), fem. adj. as subst.: [[foot]] of a [[mountain]], skirts of a [[mountain]] [[range]], pl., Il. 20.218†. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η / [[ὑπώρεια]], ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπώρεα Α<br />οι [[πρόποδες]], τα [[ριζά]] βουνού («οἰκέουσι ὑπώρεαν οὐρέων ὑψηλῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) <i>οι υπώρειες</i><br /><b>(γεωμορφ.)</b> το [[τμήμα]] τών πεδιάδων ή τών λόφων που βρίσκεται στους [[πρόποδες]] ενός ορεινού όγκου και έχει σχηματιστεί από την [[απόθεση]] κλαστικών υλικών, λόγω της μετατόπισης τών υδάτινων ρευμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώρεια</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄρος]] [ΙΙ]), <b>πρβλ.</b> <i>παρ</i>-<i>ώρεια</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] ξεν. όρου, <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>piemont</i>]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπώρεια:''' ἡ, [[πρόποδες]] όρους, βουνού, παρυφές οροσειράς, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ὑπώρεια]], ἡ,<br />the [[foot]] of a [[mountain]], the skirts of a [[mountain]] [[range]], Il., Hdt. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{mantoulidis | ||
| | |mantxt=ἡ (=οἱ πρόποδες τοῦ βουνοῦ). Ἀπό τό [[ὑπό]] + [[ὄρος]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:39, 23 March 2024
English (LSJ)
(in some passages of Hdt. (v. infr.) the best codd. give ὑπώρεα,) ἡ, the foot of a mountain, skirts of a mountain range, mostly c. gen., ὑπωρείας ᾤκεον.. Ἴδης Il.20.218; οἰκέουσι ὑπώρεαν ὀρέων ὑψηλῶν Hdt.4.23, cf. 1.110, 2.158, 7.199; [ὄρεα] συμμίσγοντα τὰς ὑπωρέας (-είας codd.) ἀλλήλοισι ib.129; ἐπὶ τῆς ὑπωρέης (-είης codd.) τοῦ Κιθαιρῶνος Id.9.19, cf. 25 (-είης codd.); ἐν ταῖς ὑ. Pl.Lg. 681a.
German (Pape)
[Seite 1242] ἡ, ion. ὑπωρέη, die Gegend unten am Berge, der Fuß des Gebirges, Il. 20, 218; Her. hat die ion. Form 2, 158. 7, 199. 9, 19, und, wenn die Lesart richtig ist, auch ὑπώρεα, 4, 23; plur. ὑπώρεαι 1, 110. 7, 129; gew. steht ein noch näher die Lage bestimmender gen. dabei, οὔρεος, οὐρέων, Κιθαιρῶνος; Gegensatz ἀκρώρεια, Plat. Legg. III, 680 e; Pol. 1, 77, 3 u. Sp., wie Luc. Tim. 7.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 le pied d'une montagne, le piémont;
2 le piémont, pays qui s'étend au pied d'une montagne ou d'une chaîne de montagnes.
Étymologie: ὑπό, ὄρος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπώρεια: ион. ὑπωρέη ἡ ὄρος тж. pl. предгорье (Ἴδης Hom.; τοῦ Κιθαιρῶνος Her.; ἐν ταῖς ὑπωρείας Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπώρεια: (ἔν τισι χωρίοις τοῦ Ἡροδ. τὰ Ἀντίγραφα φέρουσιν ὑπώρεα), ἡ, οἱ πρόποδες, τὸ κάτω μέρος ὄρους, ἢ ὑπὸ τὸ ὄρος παιδιάς, τὸ πλεῖστον μετὰ γεν., ὑπωρείας ᾤκουν… Ἴδης Ἰλ. Υ. 218. οἰκέουσι ὑπώρειαν οὐρέων ὑψηλῶν Ἡρόδ. 4. 23, πρβλ. 1. 110., 2. 158., 7. 199· (οὔρεα) συμμίσγοντα τὰς ὑπωρείας ἀλλήλοισι ὁ αὐτ. 7. 129· ἐπὶ τῆς ὑπωρείης τοῦ Κιθαιρῶνος ὁ αὐτ. 9. 19, πρβλ. 25· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀκρώρεια, Πλάτ. Νόμ. 680Ε.
English (Autenrieth)
(ὄρος), fem. adj. as subst.: foot of a mountain, skirts of a mountain range, pl., Il. 20.218†.
Greek Monolingual
η / ὑπώρεια, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπώρεα Α
οι πρόποδες, τα ριζά βουνού («οἰκέουσι ὑπώρεαν οὐρέων ὑψηλῶν», Ηρόδ.)
νεοελλ.
(κυρίως στον πληθ.) οι υπώρειες
(γεωμορφ.) το τμήμα τών πεδιάδων ή τών λόφων που βρίσκεται στους πρόποδες ενός ορεινού όγκου και έχει σχηματιστεί από την απόθεση κλαστικών υλικών, λόγω της μετατόπισης τών υδάτινων ρευμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ώρεια (< ὄρος [ΙΙ]), πρβλ. παρ-ώρεια. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. piemont].
Greek Monotonic
ὑπώρεια: ἡ, πρόποδες όρους, βουνού, παρυφές οροσειράς, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
Middle Liddell
ὑπώρεια, ἡ,
the foot of a mountain, the skirts of a mountain range, Il., Hdt.
Mantoulidis Etymological
ἡ (=οἱ πρόποδες τοῦ βουνοῦ). Ἀπό τό ὑπό + ὄρος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.