μαλακύνω: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
(6_2)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=malakyno
|Transliteration C=malakyno
|Beta Code=malaku/nw
|Beta Code=malaku/nw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">soften</b>, v.l. for [[μαλακευνέω]] in <span class="bibl">Hp.<span class="title">Vict.</span>2.66</span>; αἱ πυρώσεις τὸν σίδηρον -ουσιν <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>71.43</span>; Κύριος ἐμαλάκυνε τὴν καρδίαν μου <span class="bibl">LXX <span class="title">Jb.</span>23.16</span>; <b class="b2">weaken</b>, χεῖρας καὶ πόδας Muson.<span class="title">Fr.</span>19p.107H.:—Pass., <b class="b2">become soft, flag</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>3.2.5</span>; ταῖς ψυχαῖς <span class="bibl">D.S.17.10</span>.</span>
|Definition=[[soften]], [[varia lectio|v.l.]] for [[μαλακευνέω]] in Hp.''Vict.''2.66; αἱ πυρώσεις τὸν σίδηρον -ουσιν Ph.''Bel.''71.43; Κύριος ἐμαλάκυνε τὴν καρδίαν μου [[LXX]] ''Jb.''23.16; [[weaken]], χεῖρας καὶ πόδας Muson.''Fr.''19p.107H.:—Pass., [[become soft]], [[flag]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''3.2.5; ταῖς ψυχαῖς [[Diodorus Siculus|D.S.]]17.10.
}}
{{bailly
|btext=amollir ; <i>Pass.</i> [[se laisser amollir]], [[agir mollement]], [[faiblir]].<br />'''Étymologie:''' [[μαλακός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰλᾰκύνω''': [[μαλάσσω]]. μαλακίζω, Ἱππ. 365. 10· καθιστῶ τι μαλθακόν, ἀδύνατον, ἀσθενές, χεῖράς τε καὶ πόδας περιδέσει πίλων ἢ ὑφασμάτων τινῶν μαλακύνειν Μουσώνιος παρὰ Στοβ. ἐν Ἀνθολ. 1, 84· ἐν τέλ.· - Παθ., ὡς τὸ [[μαλακίζομαι]], ἐκλύομαι, [[γίνομαι]] [[μαλακός]], Ξεν. Κύρ. 3. 2, 5· ταῖς ψυχαῖς Διόδ. 17. 10.
|lstext='''μᾰλᾰκύνω''': [[μαλάσσω]]. μαλακίζω, Ἱππ. 365. 10· καθιστῶ τι μαλθακόν, ἀδύνατον, ἀσθενές, χεῖράς τε καὶ πόδας περιδέσει πίλων ἢ ὑφασμάτων τινῶν μαλακύνειν Μουσώνιος παρὰ Στοβ. ἐν Ἀνθολ. 1, 84· ἐν τέλ.· - Παθ., ὡς τὸ [[μαλακίζομαι]], ἐκλύομαι, [[γίνομαι]] [[μαλακός]], Ξεν. Κύρ. 3. 2, 5· ταῖς ψυχαῖς Διόδ. 17. 10.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[μαλακύνω]]) [[μαλακός]]<br /><b>1.</b> [[μαλακώνω]], [[απαλύνω]]<br /><b>2.</b> [[εξασθενώ]] κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον άτολμο, δειλό («[[κύριος]] ἐμαλάκυνε τὴν καρδίαν μου», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>μαλακύνομαι</i><br />[[γίνομαι]] [[οκνηρός]] και [[δειλός]] («[[ὄπισθεν]] ἕπεσθε... ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», <b>Ξεν.</b>).
}}
{{pape
|ptext=<i>[[weichmachen]], [[erweichen]]</i>, = [[μαλάσσω]], Hippocr.; <i>[[verweichlichen]]</i>, Muson. bei Stob. <i>fl</i>. 1.84; – ἤν τις μαλάκυνηται, <i>wenn man [[saumselig]] ist, zurückbleibt</i>, Xen. <i>Cyr</i>. 3.2.5; vgl. ταῖς ψυχαῖς ἐμαλακύνοντο DS. 17.10.
}}
}}

Latest revision as of 07:30, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλακύνω Medium diacritics: μαλακύνω Low diacritics: μαλακύνω Capitals: ΜΑΛΑΚΥΝΩ
Transliteration A: malakýnō Transliteration B: malakynō Transliteration C: malakyno Beta Code: malaku/nw

English (LSJ)

soften, v.l. for μαλακευνέω in Hp.Vict.2.66; αἱ πυρώσεις τὸν σίδηρον -ουσιν Ph.Bel.71.43; Κύριος ἐμαλάκυνε τὴν καρδίαν μου LXX Jb.23.16; weaken, χεῖρας καὶ πόδας Muson.Fr.19p.107H.:—Pass., become soft, flag, X.Cyr.3.2.5; ταῖς ψυχαῖς D.S.17.10.

French (Bailly abrégé)

amollir ; Pass. se laisser amollir, agir mollement, faiblir.
Étymologie: μαλακός.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκύνω: μαλάσσω. μαλακίζω, Ἱππ. 365. 10· καθιστῶ τι μαλθακόν, ἀδύνατον, ἀσθενές, χεῖράς τε καὶ πόδας περιδέσει πίλων ἢ ὑφασμάτων τινῶν μαλακύνειν Μουσώνιος παρὰ Στοβ. ἐν Ἀνθολ. 1, 84· ἐν τέλ.· - Παθ., ὡς τὸ μαλακίζομαι, ἐκλύομαι, γίνομαι μαλακός, Ξεν. Κύρ. 3. 2, 5· ταῖς ψυχαῖς Διόδ. 17. 10.

Greek Monolingual

μαλακύνω) μαλακός
1. μαλακώνω, απαλύνω
2. εξασθενώ κάποιον ή κάτι
αρχ.
1. κάνω κάποιον άτολμο, δειλό («κύριος ἐμαλάκυνε τὴν καρδίαν μου», ΠΔ)
2. παθ. μαλακύνομαι
γίνομαι οκνηρός και δειλόςὄπισθεν ἕπεσθε... ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», Ξεν.).

German (Pape)

weichmachen, erweichen, = μαλάσσω, Hippocr.; verweichlichen, Muson. bei Stob. fl. 1.84; – ἤν τις μαλάκυνηται, wenn man saumselig ist, zurückbleibt, Xen. Cyr. 3.2.5; vgl. ταῖς ψυχαῖς ἐμαλακύνοντο DS. 17.10.