Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολιορκητικός: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=poliorkitikos
|Transliteration C=poliorkitikos
|Beta Code=poliorkhtiko/s
|Beta Code=poliorkhtiko/s
|Definition=πολιορκητική, πολιορκητικόν,<br><span class="bld">A</span> [[of besieging]] or [[for besieging]], αἱ π. ἐπίνοιαι Plb.1.58.4.<br><span class="bld">II</span> [[τὰ πολιορκητικὰ ἔργα]] = [[siegeworks]], D.S.20.103; πολιορκητικὰ ὄργανα Posidon.36 J., Str.16.1.24.<br><span class="bld">2</span> [[πολιορκητικά]], τά, title of [[treatise]] by [[Apollodorus]] of [[Damascus]].
|Definition=πολιορκητική, πολιορκητικόν,<br><span class="bld">A</span> [[of besieging]] or [[for besieging]], αἱ π. ἐπίνοιαι Plb.1.58.4.<br><span class="bld">II</span> [[τὰ πολιορκητικὰ ἔργα]] = [[siegeworks]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]20.103; πολιορκητικὰ ὄργανα Posidon.36 J., Str.16.1.24.<br><span class="bld">2</span> [[πολιορκητικά]], τά, title of [[treatise]] by [[Apollodorus]] of [[Damascus]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:40, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῐορκητικός Medium diacritics: πολιορκητικός Low diacritics: πολιορκητικός Capitals: ΠΟΛΙΟΡΚΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: poliorkētikós Transliteration B: poliorkētikos Transliteration C: poliorkitikos Beta Code: poliorkhtiko/s

English (LSJ)

πολιορκητική, πολιορκητικόν,
A of besieging or for besieging, αἱ π. ἐπίνοιαι Plb.1.58.4.
II τὰ πολιορκητικὰ ἔργα = siegeworks, D.S.20.103; πολιορκητικὰ ὄργανα Posidon.36 J., Str.16.1.24.
2 πολιορκητικά, τά, title of treatise by Apollodorus of Damascus.

German (Pape)

[Seite 655] ή, όν, zur Städtebelägerung gehörig; ὄργανα, Ath. VI, 273 e; ἐπίνοιαι καὶ βίαι, Pol. 1, 58, 4; τὰ πολιορκητικά, Lehrbuch der Belagerungskunst, Sp. – Adv., Poll. 1, 122.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
relatif au siège d'une ville ; τὰ πολιορκητικά traité sur l'art des sièges d'Énée le Τacticien.
Étymologie: πολιορκέω.

Russian (Dvoretsky)

πολιορκητικός: применяемый при осаде (ἐπίνοιαι καὶ βίαι Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

πολιορκητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πολιορκίαν, αἱ πολ. ἐπίνοιαι Πολύβ. 1. 58, 4. ΙΙ. τὰ -κά, τὰ μέσα τὰ πρὸς πολιορκίαν χρήσιμα, Διόδ. 20. 103, κτλ. 2) πραγματεία περὶ τῆς πολιορκητικῆς τέχνης, οἵα ἡ ὑπὸ Αἰνείου τοῦ Τακτικοῦ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πολιορκητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ πολιορκώ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πολιορκία («ταῖς πολιορκητικαῖς ἐπινοίαις καὶ βίαις χρησάμενοι», Πολ.)
2. αυτός που χρησιμεύει για τη διεξαγωγή πολιορκίας («πολιορκητικές μηχανές» — μηχανικές διατάξεις τις οποίες χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα και τον μεσαίωνα στις πολιορκίες φρουρίων ή τειχών για την κατάρριψη ή υπερπήδηση τειχών και άλωση φρουρίων ή πόλεων, κυριότερες από τις οποίες ήταν οι λιθοβόλοι ή πετροβόλοι, οι κριοί, οι χελώνες και οι καταπέλτες)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η πολιορκητική
κλάδος της πολεμικής τέχνης που αναφέρεται στην τέχνη της πολιορκίας ή της άμυνας κατά τη διάρκεια πολιορκίας
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πολιορκητικά
α) τα μέσα που χρησίμευαν σε μια πολιορκία
β) ως κύριο όν. Πολιορκητικά
τίτλος πραγματείας του Απολλοδώρου του Δαμασκηνού.

Greek Monotonic

πολιορκητικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε πολιορκία, σε Πολύβ.