πολυτραφής: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polytrafis | |Transliteration C=polytrafis | ||
|Beta Code=polutrafh/s | |Beta Code=polutrafh/s | ||
|Definition=πολυτραφές, [[much-nourishing]], [[productive]], χώρα D.S.2.52. | |Definition=πολυτραφές, [[much-nourishing]], [[productive]], χώρα [[Diodorus Siculus|D.S.]]2.52. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:40, 27 March 2024
English (LSJ)
πολυτραφές, much-nourishing, productive, χώρα D.S.2.52.
German (Pape)
[Seite 675] ές, viel nährend, fruchtbar, D. Sic. 2, 52.
Russian (Dvoretsky)
πολυτρᾰφής: питающий многих, плодородный (χώρα Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
πολυτρᾰφής: -ές, ὁ πολλοὺς τρέφων, εὔφορος, χώρα πολυτραφὴς καὶ γόνιμος Διόδ. 2. 52.
Greek Monolingual
-ές, Α
(για χώρα) αυτός που τρέφει πολλούς, πάρα πολύ εύφορος («εἰς πολυτραφῆ χώραν καὶ γόνιμον ὕδωρ ἐνθάλπουσαν», Διόδ. Σ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τραφής (< θ. τραφ- του τρέφω, πρβλ. ἐ-τράφ-ην), πρβλ. ευτραφής].