συστροφία: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=systrofia
|Transliteration C=systrofia
|Beta Code=sustrofi/a
|Beta Code=sustrofi/a
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[versatility]], Plb.23.2.2 codd. ([[εὐστροφίας]] Reiske, συστροφῆς B.-W.).<br><span class="bld">II</span> [[familiarity]] with an author, [[falsa lectio|f.l.]] for [[συντροφία]], D.H.''Din.'' 7; also [[falsa lectio|f.l.]] for [[συντροφία]] in D.S.30.17, [[LXX]] ''3 Ma.''5.32.
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[versatility]], Plb.23.2.2 codd. ([[εὐστροφίας]] Reiske, συστροφῆς B.-W.).<br><span class="bld">II</span> [[familiarity]] with an author, [[falsa lectio|f.l.]] for [[συντροφία]], D.H.''Din.'' 7; also [[falsa lectio|f.l.]] for [[συντροφία]] in [[Diodorus Siculus|D.S.]]30.17, [[LXX]] ''3 Ma.''5.32.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:43, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συστροφία Medium diacritics: συστροφία Low diacritics: συστροφία Capitals: ΣΥΣΤΡΟΦΙΑ
Transliteration A: systrophía Transliteration B: systrophia Transliteration C: systrofia Beta Code: sustrofi/a

English (LSJ)

ἡ,
A versatility, Plb.23.2.2 codd. (εὐστροφίας Reiske, συστροφῆς B.-W.).
II familiarity with an author, f.l. for συντροφία, D.H.Din. 7; also f.l. for συντροφία in D.S.30.17, LXX 3 Ma.5.32.

German (Pape)

[Seite 1045] ἡ, 1) eigtl. das Vermögen, sich hin u. her zu wenden, Gewandtheit, List, Pol. 24, 2, 2. – 2) Umgang u. Unterricht, D. Hal. iud. de Din. 7.

Russian (Dvoretsky)

συστροφία:изворотливость, хитрость Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

συστροφία: ἡ εὐστροφία, πολὺ τῆς τοιαύτης συστροφίας... ἀπολειπόμενον Πολύβ. 24. 2, 2· ὁ Reisk προτείνει εὐστροφίας. ΙΙ. οἰκειότης, γνωριμία, μετὰ συγγραφέων ἢ διδασκαλία, Διον. Ἁλ. εἰς Δείναρχον 7· ἐν Διοδ. Ἐκλογ. 780. 46, ὁ Wess. συντροφίαν.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. ευστροφία, πανουργία
2. πιθ. (σχετικά με συγγραφείς) οικειότητα, γνωριμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συστροφή + κατάλ. -ία. Ο τ. με σημ. «πανουργία, επιτηδειότητα» πρέπει ίσως να διορθωθεί σε ευστροφία, ενώ με τη σημ. «οικειότητα» θα μπορούσε να θεωρηθεί εσφ. γρφ. του συντροφιά].