συνενδίδωμι: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)δίδωμι" to "Full diacritics=$1δῐ́δωμι") |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synendidomi | |Transliteration C=synendidomi | ||
|Beta Code=sunendi/dwmi | |Beta Code=sunendi/dwmi | ||
|Definition=[[give way also]], Str.1.3.5, Plu.''Caes.''31; [[give way]], D.S.17.43; ἐπιθυμίαις Plu.''Per.''15. | |Definition=[[give way also]], Str.1.3.5, Plu.''Caes.''31; [[give way]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]17.43; ἐπιθυμίαις Plu.''Per.''15. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:44, 27 March 2024
English (LSJ)
give way also, Str.1.3.5, Plu.Caes.31; give way, D.S.17.43; ἐπιθυμίαις Plu.Per.15.
German (Pape)
[Seite 1014] (s. δίδωμι), mit nachgeben; Diod. Sic. 17, 43; Plut. Pericl. 15.
French (Bailly abrégé)
s'abandonner, se laisser aller à, céder complètement à, τινι.
Étymologie: σύν, ἐνδίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
συνενδίδωμι: идти на уступки, уступать, поддаваться (τινί Plut., Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
συνενδίδωμι: ἐνδίδω ἢ ὑποχωρῶ ὁμοῦ, τοὺς δ’ ἐκ τῶν πετροβόλων φερομένους λίθους δεχόμενοι μαλακαῖς τισι καὶ συνενδιδούσαις κατασκευαῖς ἐπράϋνον Διόδ. 17. 43, Στράβ. 51, Πλουτ. Καῖσ. 31· ὑπείκειν καὶ συνδιδόναι ταῖς ἐπιθυμίαις ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 15.
Greek Monolingual
Α
1. ενδίδω, υποχωρώ μαζί («ἔπειθε τοὺς... φίλους συνενδιδόντας... ποιεῖσθαι τὰς διαλύσεις», Πλούτ.)
2. (για μαλακό πράγμα) βουλιάζω
3. υποτάσσομαι σε κάτι («συνενδιδόναι ταῖς ἐπιθυμίαις», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐνδίδωμι «υποχωρώ»].
Greek Monotonic
συνενδίδωμι: μέλ. -δώσω, ενδίδω, υποχωρώ από κοινού, σε Πλάτ.