Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τοπογράφος: Difference between revisions

From LSJ
Menander, fragment 761
(41)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=τοπογράφος
|Full diacritics=τοπογρᾰ́φος
|Medium diacritics=τοπογράφος
|Medium diacritics=τοπογράφος
|Low diacritics=τοπογράφος
|Low diacritics=τοπογράφος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=topografos
|Transliteration C=topografos
|Beta Code=topo/grafos
|Beta Code=topo/grafos
|Definition=(parox.), ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">topographer</b>, <span class="bibl">D.S.31.18</span>.</span>
|Definition=(parox.), ὁ, [[topographer]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]31.18.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1129.png Seite 1129]] einen Ort, eine Gegend beschreibend, die Lage, die Gränzen eines Ortes, einer Gegend bezeichnend, bestimmend, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1129.png Seite 1129]] einen Ort, eine Gegend beschreibend, die Lage, die Gränzen eines Ortes, einer Gegend bezeichnend, bestimmend, Sp.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[topographe]].<br />'''Étymologie:''' [[τόπος]], [[γράφω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τοπογράφος''': [ᾰ], ὁ, ἀσχολούμενος εἰς τοπογραφίαν.
|lstext='''τοπογράφος''': [ᾰ], ὁ, ἀσχολούμενος εἰς τοπογραφίαν.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />topographe.<br />'''Étymologie:''' [[τόπος]], [[γράφω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b> [[τεχνολόγος]] [[επιστήμονας]] ασχολούμενος με γενικές και ειδικές τοπογραφικές εργασίες, όπως [[είναι]] η [[κάθε]] τύπου [[χαρτογράφηση]], η [[χάραξη]] τεχνικών έργων κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περιγράφει έναν [[τόπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόπος]] <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]]. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>topographer</i>].
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b> [[τεχνολόγος]] [[επιστήμονας]] ασχολούμενος με γενικές και ειδικές τοπογραφικές εργασίες, όπως [[είναι]] η [[κάθε]] τύπου [[χαρτογράφηση]], η [[χάραξη]] τεχνικών έργων κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περιγράφει έναν [[τόπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόπος]] <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]]. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>topographer</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τοπογράφος:''' [ᾰ], ὁ ([[γράφω]]) αυτός που ασχολείται με την [[τοπογραφία]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τοπο-γρᾰ́φος, ὁ, [[γράφω]]<br />a topographer.
}}
}}

Latest revision as of 07:45, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοπογρᾰ́φος Medium diacritics: τοπογράφος Low diacritics: τοπογράφος Capitals: ΤΟΠΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: topográphos Transliteration B: topographos Transliteration C: topografos Beta Code: topo/grafos

English (LSJ)

(parox.), ὁ, topographer, D.S.31.18.

German (Pape)

[Seite 1129] einen Ort, eine Gegend beschreibend, die Lage, die Gränzen eines Ortes, einer Gegend bezeichnend, bestimmend, Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
topographe.
Étymologie: τόπος, γράφω.

Greek (Liddell-Scott)

τοπογράφος: [ᾰ], ὁ, ἀσχολούμενος εἰς τοπογραφίαν.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
τεχνολ. τεχνολόγος επιστήμονας ασχολούμενος με γενικές και ειδικές τοπογραφικές εργασίες, όπως είναι η κάθε τύπου χαρτογράφηση, η χάραξη τεχνικών έργων κ.ά.
αρχ.
αυτός που περιγράφει έναν τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + -γράφος. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. topographer].

Greek Monotonic

τοπογράφος: [ᾰ], ὁ (γράφω) αυτός που ασχολείται με την τοπογραφία.

Middle Liddell

τοπο-γρᾰ́φος, ὁ, γράφω
a topographer.