χαλκοειδής: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chalkoeidis
|Transliteration C=chalkoeidis
|Beta Code=xalkoeidh/s
|Beta Code=xalkoeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">like copper, copper-coloured</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Col.</span>793a26</span>; μέλιτται <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>17.35</span>; ῥάβδοι <span class="bibl">D.S.17.90</span>, cf. Dsc.5.99. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> epith. of the [[cuneiform]] bone, <b class="b3">χ. ὀστέον, ὀστᾶ</b>, <span class="bibl"><span class="title">PLit.Lond.</span>167.16</span> (ii/iii A. D.), Gal.14.725.</span>
|Definition=χαλκοειδές,<br><span class="bld">A</span> [[like copper]], [[copper-coloured]], Arist.''Col.''793a26; μέλιτται Ael.''NA''17.35; ῥάβδοι [[Diodorus Siculus|D.S.]]17.90, cf. Dsc.5.99.<br><span class="bld">II</span> [[epithet]] of the [[cuneiform]] bone, <b class="b3">χ. ὀστέον, ὀστᾶ</b>, ''PLit.Lond.''167.16 (ii/iii A. D.), Gal.14.725.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1331.png Seite 1331]] ές, kupferähnlich, wie Erz; Ael. H. A. 17, 35; ῥάβδοι D. Sic. 17, 90.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1331.png Seite 1331]] ές, kupferähnlich, wie Erz; Ael. H. A. 17, 35; ῥάβδοι D. Sic. 17, 90.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[qui ressemble à de l'airain]].<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[εἶδος]].
}}
{{elru
|elrutext='''χαλκοειδής:'''<br /><b class="num">1</b> [[похожий на медь]], [[цвета меди]] (οὐδὲ χ., οὐδὲ [[ἄλλην]] οὐδεμίαν ἔχων χροιάν Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[словно из меди]] (ῥάβδοι Diod.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χαλκοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] χαλκῷ, ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ χαλκοῦ, Ἀριστ. π. Χρώμ. 3, 6· μέλιτται Αἰλ, π. Ζῴων 17. 35· ῥάβδοι Διόδ. 17. 90, πρβλ. Διόσκ. 5. 115.
|lstext='''χαλκοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] χαλκῷ, ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ χαλκοῦ, Ἀριστ. π. Χρώμ. 3, 6· μέλιτται Αἰλ, π. Ζῴων 17. 35· ῥάβδοι Διόδ. 17. 90, πρβλ. Διόσκ. 5. 115.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui ressemble à de l’airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[εἶδος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> όμοιος με χαλκό<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]]) αυτός που έχει το [[χρώμα]] του χαλκού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[χαλκοειδής]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] υμενόπτερων εντόμων της οικογένειας [[χρυσομηλίδες]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <b>βλ.</b> [[χαλκοειδή]]<br />(αρχ) [[χαρακτηρισμός]] του σφηνοειδούς οστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>chalcoides</i>].
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> όμοιος με χαλκό<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]]) αυτός που έχει το [[χρώμα]] του χαλκού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[χαλκοειδής]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] υμενόπτερων εντόμων της οικογένειας [[χρυσομηλίδες]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <b>βλ.</b> [[χαλκοειδή]]<br />(αρχ) [[χαρακτηρισμός]] του σφηνοειδούς οστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>chalcoides</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''χαλκοειδής:'''<br /><b class="num">1)</b> похожий на медь, цвета меди (οὐδὲ χ., οὐδὲ [[ἄλλην]] οὐδεμίαν ἔχων χροιάν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> словно из меди (ῥάβδοι Diod.).
}}
}}

Latest revision as of 07:45, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκοειδής Medium diacritics: χαλκοειδής Low diacritics: χαλκοειδής Capitals: ΧΑΛΚΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: chalkoeidḗs Transliteration B: chalkoeidēs Transliteration C: chalkoeidis Beta Code: xalkoeidh/s

English (LSJ)

χαλκοειδές,
A like copper, copper-coloured, Arist.Col.793a26; μέλιτται Ael.NA17.35; ῥάβδοι D.S.17.90, cf. Dsc.5.99.
II epithet of the cuneiform bone, χ. ὀστέον, ὀστᾶ, PLit.Lond.167.16 (ii/iii A. D.), Gal.14.725.

German (Pape)

[Seite 1331] ές, kupferähnlich, wie Erz; Ael. H. A. 17, 35; ῥάβδοι D. Sic. 17, 90.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ressemble à de l'airain.
Étymologie: χαλκός, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

χαλκοειδής:
1 похожий на медь, цвета меди (οὐδὲ χ., οὐδὲ ἄλλην οὐδεμίαν ἔχων χροιάν Arst.);
2 словно из меди (ῥάβδοι Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοειδής: -ές, ὅμοιος χαλκῷ, ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ χαλκοῦ, Ἀριστ. π. Χρώμ. 3, 6· μέλιτται Αἰλ, π. Ζῴων 17. 35· ῥάβδοι Διόδ. 17. 90, πρβλ. Διόσκ. 5. 115.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
1. όμοιος με χαλκό
2. (ιδίως) αυτός που έχει το χρώμα του χαλκού
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο χαλκοειδής
ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων της οικογένειας χρυσομηλίδες
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) βλ. χαλκοειδή
(αρχ) χαρακτηρισμός του σφηνοειδούς οστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -ειδής. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. chalcoides].