φιλοστοργία: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(6)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filostorgia
|Transliteration C=filostorgia
|Beta Code=filostorgi/a
|Beta Code=filostorgi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">tender love, affection</b>, <span class="bibl">Antipho <span class="title">Fr.</span>73</span>, <span class="bibl">Plb.9.13.2</span>, <span class="bibl">Phld.<span class="title">Hom.</span>p.8</span> O., <span class="title">BMus.Inscr.</span>481*.79 (Ephes.), etc.; ἡ ἄγαν φ. <span class="bibl">Antip.Stoic.3.254</span>; πρὸς τὸ θρέψαν ἔδαφος Demad.37; πρὸς ἀλλήλους <span class="bibl">Plb.31.25.1</span>; πρὸς τὴν πατρίδα <span class="bibl">Id.16.17.8</span>; πρὸς τὸν βασιλέα <span class="title">Arch.Pap.</span>6.9 (Delos); ἡ φυσικὴ τῶν γόνεων εἰς τέκνα φ. <span class="bibl">D.S.4.44</span>; of an elephant, δεινή τις φ. γέγονε τοῦ θηρὸς πρὸς τὸ παιδίον <span class="bibl">Phylarch.36J.</span> </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">affectionateness</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.4.3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> of sexual <b class="b2">love</b>, <span class="bibl">D.S.1.64</span>.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[tender love]], [[affection]], Antipho Fr.73, Plb.9.13.2, Phld.Hom.p.8 O., BMus.Inscr.481*.79 (Ephes.), etc.; ἡ ἄγαν φιλοστοργία Antip.Stoic.3.254; πρὸς τὸ θρέψαν ἔδαφος Demad.37; πρὸς ἀλλήλους Plb.31.25.1; πρὸς τὴν πατρίδα φιλοστοργία Id.16.17.8; πρὸς τὸν βασιλέα φιλοστοργία Arch.Pap.6.9 (Delos); ἡ φυσικὴ τῶν γόνεων εἰς τέκνα φιλοστοργία [[Diodorus Siculus|D.S.]]4.44; of an [[elephant]], δεινή τις φ. γέγονε τοῦ θηρὸς πρὸς τὸ [[παιδίον]] Phylarch.36J.<br><span class="bld">2</span> [[affectionateness]], X.Cyr.1.4.3.<br><span class="bld">3</span> of [[sexual]] [[love]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]1.64.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1286.png Seite 1286]] ἡ, zärtliche Liebe; Xen. Cyr. 1, 4,3; Pol. 9, 13, 2; πρὸς τὴν πατρίδα 16, 17, 8; πρὸς ἀλλήλους 32, 11, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1286.png Seite 1286]] ἡ, zärtliche Liebe; Xen. Cyr. 1, 4,3; Pol. 9, 13, 2; πρὸς τὴν πατρίδα 16, 17, 8; πρὸς ἀλλήλους 32, 11, 1.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[vive affection]], [[tendresse]].<br />'''Étymologie:''' [[φιλόστοργος]].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοστοργία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[нежная любовь]], [[горячая привязанность]] (πρός τινα Polyb., Plut. и εἴς τινα Diod.);<br /><b class="num">2</b> [[привязчивость]] ([[ἁπλότης]] καὶ φ. Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλοστοργία''': ἡ, τρυφερὰ [[ἀγάπη]], [[στοργή]], ἐπὶ τῆς ἀγάπης τῶν γονέων καὶ τέκνων, Ἀντιφῶν ἐν τοῖς Α. Β. 78· [[πρός]] τινα Πολύβ. 9. 123, 2., 32. 11, 1· ἡ φυσικὴ τῶν γονέων εἰς τέκνα φ. Διόδ. 4. 44· ― [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ ἐλέφαντος, δεινή τις φ. γέγονε τοῦ θηρὸς πρὸς τὸ [[παιδίον]] Φύλαρχος παρ’ Ἀθην. 606Ε. 2) [[συμπάθεια]] [[μετὰ]] στοργῆς, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 4, 3. 3) ἐπὶ τῆς μεταξὺ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς ἀγάπης, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 555Ε (;)
|lstext='''φῐλοστοργία''': ἡ, τρυφερὰ [[ἀγάπη]], [[στοργή]], ἐπὶ τῆς ἀγάπης τῶν γονέων καὶ τέκνων, Ἀντιφῶν ἐν τοῖς Α. Β. 78· [[πρός]] τινα Πολύβ. 9. 123, 2., 32. 11, 1· ἡ φυσικὴ τῶν γονέων εἰς τέκνα φ. Διόδ. 4. 44· ― [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ ἐλέφαντος, δεινή τις φ. γέγονε τοῦ θηρὸς πρὸς τὸ [[παιδίον]] Φύλαρχος παρ’ Ἀθην. 606Ε. 2) [[συμπάθεια]] μετὰ στοργῆς, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 4, 3. 3) ἐπὶ τῆς μεταξὺ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς ἀγάπης, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 555Ε (;)
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />vive affection, tendresse.<br />'''Étymologie:''' [[φιλόστοργος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοστοργία:''' ἡ, τρυφερή [[αγάπη]], [[στοργικότητα]], σε Ξεν.
|lsmtext='''φῐλοστοργία:''' ἡ, τρυφερή [[αγάπη]], [[στοργικότητα]], σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῐλοστοργία, ἡ,<br />[[tender]] [[love]], affectionateness, Xen.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[filial affection]]
}}
}}

Latest revision as of 07:47, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοστοργία Medium diacritics: φιλοστοργία Low diacritics: φιλοστοργία Capitals: ΦΙΛΟΣΤΟΡΓΙΑ
Transliteration A: philostorgía Transliteration B: philostorgia Transliteration C: filostorgia Beta Code: filostorgi/a

English (LSJ)

ἡ,
A tender love, affection, Antipho Fr.73, Plb.9.13.2, Phld.Hom.p.8 O., BMus.Inscr.481*.79 (Ephes.), etc.; ἡ ἄγαν φιλοστοργία Antip.Stoic.3.254; πρὸς τὸ θρέψαν ἔδαφος Demad.37; πρὸς ἀλλήλους Plb.31.25.1; πρὸς τὴν πατρίδα φιλοστοργία Id.16.17.8; πρὸς τὸν βασιλέα φιλοστοργία Arch.Pap.6.9 (Delos); ἡ φυσικὴ τῶν γόνεων εἰς τέκνα φιλοστοργία D.S.4.44; of an elephant, δεινή τις φ. γέγονε τοῦ θηρὸς πρὸς τὸ παιδίον Phylarch.36J.
2 affectionateness, X.Cyr.1.4.3.
3 of sexual love, D.S.1.64.

German (Pape)

[Seite 1286] ἡ, zärtliche Liebe; Xen. Cyr. 1, 4,3; Pol. 9, 13, 2; πρὸς τὴν πατρίδα 16, 17, 8; πρὸς ἀλλήλους 32, 11, 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
vive affection, tendresse.
Étymologie: φιλόστοργος.

Russian (Dvoretsky)

φιλοστοργία:
1 нежная любовь, горячая привязанность (πρός τινα Polyb., Plut. и εἴς τινα Diod.);
2 привязчивость (ἁπλότης καὶ φ. Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοστοργία: ἡ, τρυφερὰ ἀγάπη, στοργή, ἐπὶ τῆς ἀγάπης τῶν γονέων καὶ τέκνων, Ἀντιφῶν ἐν τοῖς Α. Β. 78· πρός τινα Πολύβ. 9. 123, 2., 32. 11, 1· ἡ φυσικὴ τῶν γονέων εἰς τέκνα φ. Διόδ. 4. 44· ― οὕτως ἐπὶ τοῦ ἐλέφαντος, δεινή τις φ. γέγονε τοῦ θηρὸς πρὸς τὸ παιδίον Φύλαρχος παρ’ Ἀθην. 606Ε. 2) συμπάθεια μετὰ στοργῆς, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 4, 3. 3) ἐπὶ τῆς μεταξὺ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς ἀγάπης, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 555Ε (;)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φιλόστοργος
τρυφερή αγάπη, στοργή («μητρική φιλοστοργία», πάπ.)
αρχ.
1. τρυφερότητα
2. ερωτική αγάπη.

Greek Monotonic

φῐλοστοργία: ἡ, τρυφερή αγάπη, στοργικότητα, σε Ξεν.

Middle Liddell

φῐλοστοργία, ἡ,
tender love, affectionateness, Xen.

English (Woodhouse)

filial affection

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)