ἀντίσταθμος: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
(6_15)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=antistathmos
|Transliteration C=antistathmos
|Beta Code=a)nti/staqmos
|Beta Code=a)nti/staqmos
|Definition=ον, (σταθμός) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">counterpoising, balancing</b>, τινί <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>229c</span>; χρυσὸν ἀ. τῆς κεφαλῆς οὐκ ἐδέξαντο <span class="bibl">D.S. 5.29</span>: metaph., <b class="b2">in compensation for</b>, ὡς πατὴρ ἀ. τοῦ θηρὸς ἐκθύσειε τὴν αὑτοῦ κόρην <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>571</span>.</span>
|Definition=ἀντίσταθμον, ([[σταθμός]]) [[counterpoising]], [[balancing]], τινί Pl.''Sph.''229c; χρυσὸν ἀ. τῆς κεφαλῆς οὐκ ἐδέξαντο [[Diodorus Siculus|D.S.]] 5.29: metaph., [[in compensation for]], ὡς πατὴρ ἀ. τοῦ θηρὸς ἐκθύσειε τὴν αὑτοῦ κόρην S.''El.''571.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> c. dat. [[que contrapesa]], [[que equilibra]] μέρεσιν Pl.<i>Sph</i>.229c, ἀντίσταθμον ὥσπερ ἐκείνῳ τοῦτο τιθείς Cyr.Al.M.74.749B.<br /><b class="num">2</b> c. gen. [[que es contrapartida de]] ὡς πατὴρ ἀντίσταθμον τοῦ θηρὸς ἐκθύσειε τὴν [[αὑτοῦ]] κόρην S.<i>El</i>.571, χρυσὸν ἀντίσταθμον τῆς κεφαλῆς οὐκ ἐδέξαντο [[Diodorus Siculus|D.S.]]5.29.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0260.png Seite 260]] gleichwiegend, Plat. Soph. 229 c; die Stelle ersetzend, τινός Soph. El. 561; χρυσὸν ἀντ. κεφαλῆς οὐ [[δέχομαι]] D. Sic. 5, 29.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0260.png Seite 260]] gleichwiegend, Plat. Soph. 229 c; die Stelle ersetzend, τινός Soph. El. 561; χρυσὸν ἀντ. κεφαλῆς οὐ [[δέχομαι]] D. Sic. 5, 29.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui fait contrepoids, équivalent à, en compensation de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[σταθμός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντίσταθμος:''' досл. равный по весу, уравновешивающий, перен. возмещающий, равный (τινι Plat.): χρυσὸς ἀ. τινος Diod. золото, равное по весу чему-л.; ἀντίσταθμόν τινος ἐκθύειν τινά Soph. приносить кого-л. в жертву в искупление за кого-л.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντίσταθμος''': -ον, ([[στάθμη]]), [[ἰσοβαρής]], [[ἰσοζυγής]], [[ἰσόρροπος]], τινὶ Πλάτ. Σοφ. 229C· χρυσὸν ἀντίσταθμον τῆς κεφαλῆς οὐκ ἐδέξαντο Διόδ. 5. 29: - μεταφ., ὡς [[πατήρ]] ἀντίσταθμον τοῦ θηρὸς ἐκθύσειε τὴν αὑτοῦ κόρην, ἀντίρροπον διὰ τὴν φονευθεῖσαν ἔλαφον πρὸς ἐξιλασμὸν τῆς Ἀρτέμιδος, Σοφ. Ἠλ. 571.
|lstext='''ἀντίσταθμος''': -ον, ([[στάθμη]]), [[ἰσοβαρής]], [[ἰσοζυγής]], [[ἰσόρροπος]], τινὶ Πλάτ. Σοφ. 229C· χρυσὸν ἀντίσταθμον τῆς κεφαλῆς οὐκ ἐδέξαντο Διόδ. 5. 29: - μεταφ., ὡς [[πατήρ]] ἀντίσταθμον τοῦ θηρὸς ἐκθύσειε τὴν αὑτοῦ κόρην, ἀντίρροπον διὰ τὴν φονευθεῖσαν ἔλαφον πρὸς ἐξιλασμὸν τῆς Ἀρτέμιδος, Σοφ. Ἠλ. 571.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀντίσταθμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ίσου βάρους με [[κάτι]], [[ισοβαρής]], [[ισοζυγής]]<br /><b>2.</b> αυτός που προσφέρεται ως [[αντιστάθμισμα]] ή για εξιλασμό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντίσταθμος:''' -ον ([[στάθμη]]), [[αντίβαρο]], [[αντιστάθμισμα]], ως [[αντιστάθμισμα]] προς, με γεν., σε Σοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στάθμη]]<br />counterpoising: in [[compensation]] for, c. gen., Soph.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[compensating for]]
}}
}}

Latest revision as of 07:55, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίσταθμος Medium diacritics: ἀντίσταθμος Low diacritics: αντίσταθμος Capitals: ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΟΣ
Transliteration A: antístathmos Transliteration B: antistathmos Transliteration C: antistathmos Beta Code: a)nti/staqmos

English (LSJ)

ἀντίσταθμον, (σταθμός) counterpoising, balancing, τινί Pl.Sph.229c; χρυσὸν ἀ. τῆς κεφαλῆς οὐκ ἐδέξαντο D.S. 5.29: metaph., in compensation for, ὡς πατὴρ ἀ. τοῦ θηρὸς ἐκθύσειε τὴν αὑτοῦ κόρην S.El.571.

Spanish (DGE)

-ον
1 c. dat. que contrapesa, que equilibra μέρεσιν Pl.Sph.229c, ἀντίσταθμον ὥσπερ ἐκείνῳ τοῦτο τιθείς Cyr.Al.M.74.749B.
2 c. gen. que es contrapartida de ὡς πατὴρ ἀντίσταθμον τοῦ θηρὸς ἐκθύσειε τὴν αὑτοῦ κόρην S.El.571, χρυσὸν ἀντίσταθμον τῆς κεφαλῆς οὐκ ἐδέξαντο D.S.5.29.

German (Pape)

[Seite 260] gleichwiegend, Plat. Soph. 229 c; die Stelle ersetzend, τινός Soph. El. 561; χρυσὸν ἀντ. κεφαλῆς οὐ δέχομαι D. Sic. 5, 29.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait contrepoids, équivalent à, en compensation de, gén..
Étymologie: ἀντί, σταθμός.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίσταθμος: досл. равный по весу, уравновешивающий, перен. возмещающий, равный (τινι Plat.): χρυσὸς ἀ. τινος Diod. золото, равное по весу чему-л.; ἀντίσταθμόν τινος ἐκθύειν τινά Soph. приносить кого-л. в жертву в искупление за кого-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίσταθμος: -ον, (στάθμη), ἰσοβαρής, ἰσοζυγής, ἰσόρροπος, τινὶ Πλάτ. Σοφ. 229C· χρυσὸν ἀντίσταθμον τῆς κεφαλῆς οὐκ ἐδέξαντο Διόδ. 5. 29: - μεταφ., ὡς πατήρ ἀντίσταθμον τοῦ θηρὸς ἐκθύσειε τὴν αὑτοῦ κόρην, ἀντίρροπον διὰ τὴν φονευθεῖσαν ἔλαφον πρὸς ἐξιλασμὸν τῆς Ἀρτέμιδος, Σοφ. Ἠλ. 571.

Greek Monolingual

ἀντίσταθμος, -ον (Α)
1. ίσου βάρους με κάτι, ισοβαρής, ισοζυγής
2. αυτός που προσφέρεται ως αντιστάθμισμα ή για εξιλασμό.

Greek Monotonic

ἀντίσταθμος: -ον (στάθμη), αντίβαρο, αντιστάθμισμα, ως αντιστάθμισμα προς, με γεν., σε Σοφ.

Middle Liddell

στάθμη
counterpoising: in compensation for, c. gen., Soph.

English (Woodhouse)

compensating for

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)