ἀνυπέρβλητος: Difference between revisions
Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[imposible de superar]], [[insuperable]] de pers. [[ἄνθρωπος]] ἀ. εἰς πονηρίαν Antiph.168.5, ἀ. τὴν δύναμιν I.<i>AI</i> 11.44<br /><b class="num">•</b>de abstr. φύσις Hp.<i>Acut.(Sp.)</i> 48, Isoc.9.59, [[δύναμις]] Pl.<i>Def</i>.412b, φιλία X.<i>Cyr</i>.8.7.15, [[ἀρετή]] Isoc.4.71, φιλοτιμία D.2.18, D.S.13.56, εὔνοια Lycurg.101, πληγή Men.<i>Sam</i>.215, τάχη Epicur.<i>Ep</i>.[2] 47, [[ἀπειρία]] Plb.16.18.3, ὑπεροχὴ ... τῆς ... δυναστείας ἀ. Plb.1.2.7, [[γῆθος]] Plu.2.1091b, θρησκεία I.<i>BI</i> 2.198, τελειότης 1<i>Ep.Clem</i>.53.5, μέγεθος ἀρετᾶς Diotog.2, [[δόξα]] <i>PMag</i>.4.1201<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ τῆς πίστεως ἀ. la imposibilidad de vencer a la fe</i> Hippol.<i>Dan</i>.2.24.4.<br /><b class="num">2</b> [[persistente]] ἐπισταγμοί Gal.13.61.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[de manera insuperable]] ἀ. ὀργίζεσθαι Pythag.<i>Sim</i>.144, λυπεῖσθαι ἀ. Arist.<i>Rh</i>.1370<sup>b</sup>31, τελείως καὶ ἀ. γίνεται υἱὸς Θεοῦ Origenes <i>Io</i>.20.34 (p.372). | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[imposible de superar]], [[insuperable]] de pers. [[ἄνθρωπος]] ἀ. εἰς πονηρίαν Antiph.168.5, ἀ. τὴν δύναμιν I.<i>AI</i> 11.44<br /><b class="num">•</b>de abstr. φύσις Hp.<i>Acut.(Sp.)</i> 48, Isoc.9.59, [[δύναμις]] Pl.<i>Def</i>.412b, φιλία X.<i>Cyr</i>.8.7.15, [[ἀρετή]] Isoc.4.71, φιλοτιμία D.2.18, [[Diodorus Siculus|D.S.]]13.56, εὔνοια Lycurg.101, πληγή Men.<i>Sam</i>.215, τάχη Epicur.<i>Ep</i>.[2] 47, [[ἀπειρία]] Plb.16.18.3, ὑπεροχὴ ... τῆς ... δυναστείας ἀ. Plb.1.2.7, [[γῆθος]] Plu.2.1091b, θρησκεία I.<i>BI</i> 2.198, τελειότης 1<i>Ep.Clem</i>.53.5, μέγεθος ἀρετᾶς Diotog.2, [[δόξα]] <i>PMag</i>.4.1201<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ τῆς πίστεως ἀ. la imposibilidad de vencer a la fe</i> Hippol.<i>Dan</i>.2.24.4.<br /><b class="num">2</b> [[persistente]] ἐπισταγμοί Gal.13.61.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[de manera insuperable]] ἀ. ὀργίζεσθαι Pythag.<i>Sim</i>.144, λυπεῖσθαι ἀ. Arist.<i>Rh</i>.1370<sup>b</sup>31, τελείως καὶ ἀ. γίνεται υἱὸς Θεοῦ Origenes <i>Io</i>.20.34 (p.372). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 07:57, 27 March 2024
English (LSJ)
ἀνυπέρβλητον,
A not to be surpassed or outdone, φιλία X.Cyr.8.7.15; ἀρετή Isoc.4.71; φιλοτιμία D.2.18; εὔνοια Lycurg.101; ἄνθρωπος ἀ. εἰς πονηρίαν Antiph.168.5; τάχη Epicur.Ep.1p.10U. Adv. ἀνυπερβλήτως Arist. Rh.1370b31, Pyth.Sim.144.
2 persistent, obstinate, of disease, Gal.13.61.
Spanish (DGE)
-ον
I 1imposible de superar, insuperable de pers. ἄνθρωπος ἀ. εἰς πονηρίαν Antiph.168.5, ἀ. τὴν δύναμιν I.AI 11.44
•de abstr. φύσις Hp.Acut.(Sp.) 48, Isoc.9.59, δύναμις Pl.Def.412b, φιλία X.Cyr.8.7.15, ἀρετή Isoc.4.71, φιλοτιμία D.2.18, D.S.13.56, εὔνοια Lycurg.101, πληγή Men.Sam.215, τάχη Epicur.Ep.[2] 47, ἀπειρία Plb.16.18.3, ὑπεροχὴ ... τῆς ... δυναστείας ἀ. Plb.1.2.7, γῆθος Plu.2.1091b, θρησκεία I.BI 2.198, τελειότης 1Ep.Clem.53.5, μέγεθος ἀρετᾶς Diotog.2, δόξα PMag.4.1201
•subst. τὸ τῆς πίστεως ἀ. la imposibilidad de vencer a la fe Hippol.Dan.2.24.4.
2 persistente ἐπισταγμοί Gal.13.61.
II adv. -ως de manera insuperable ἀ. ὀργίζεσθαι Pythag.Sim.144, λυπεῖσθαι ἀ. Arist.Rh.1370b31, τελείως καὶ ἀ. γίνεται υἱὸς Θεοῦ Origenes Io.20.34 (p.372).
German (Pape)
[Seite 266] unübertrefflich. unüberwindlich, φιλία Xen. Cyr. 8, 7, 15; ἀρετή Isocr. 4, 71; φιλοτιμία Dem. 2, 18; εἰς πονηρίαν Antiphan. Ath. III, 108 e; οὖρος ib. XII, 543 d.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu'on ne peut surpasser.
Étymologie: ἀ, ὑπερβάλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνυπέρβλητος:
1 не могущий быть превзойденным, несравненный (φιλία Xen.; ἀρετή Isocr.);
2 безмерный, беспредельный (τὸ βάθος Arst.; φιλοτιμία Dem.; γῆθος Plut.);
3 сильнейший (χειμῶνες Arst.);
4 неодолимый (δύναμις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυπέρβλητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ὑπερβάλῃ, δηλ. νὰ ὑπερβῇ ἢ νὰ ὑπερνικήσῃ, οὕτως ἀεὶ ἀνυπέρβλητος ἔσται ἡ ὑμετέρα φιλία Ξεν. Κύρ. 8. 7, 15, Δημ. 23. 11, Λυκοῦργ. 161. 37· ἄνθρωπος ἀνυπέρβλητος εἰς πονηρίαν Ἀντιφ. ἐν «Νεοττίδι» 1. 5. - Ἐπίρρ. -τως Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 13.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνυπέρβλητος, -ον)
1. αξεπέραστος
2
απαράμιλλος, ακατανίκητος.
Greek Monotonic
ἀνυπέρβλητος: -ον (ὑπερβάλλω), αυτός που δεν έχει υπερβληθεί ή υπερνικηθεί, σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. -τως, σε Αριστ.
Middle Liddell
ὑπερβάλλω
not to be surpassed or outdone, Xen., etc.:—adv. -τως, Arist.