Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Ἑρμαφρόδιτος: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
m (Text replacement - " as Adj." to " as adjective")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Ermafroditos
|Transliteration C=Ermafroditos
|Beta Code=*(ermafro/ditos
|Beta Code=*(ermafro/ditos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[Hermaphrodite]], or [[person partaking of the attributes of both sexes]], so called from Hermaphroditus, son of Hermes and Aphrodite, <span class="bibl">D.S.4.6</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DDeor.</span>23.1</span>, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>124</span>, Gal.4.619. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> as adjective, ἑ. πάθος Leonid. ap. <span class="bibl">Paul.Aeg.6.69</span>.</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[Hermaphrodite]], or [[person partaking of the attributes of both sexes]], so called from Hermaphroditus, son of Hermes and Aphrodite, [[Diodorus Siculus|D.S.]]4.6, Luc.''DDeor.''23.1, Ptol.''Tetr.''124, Gal.4.619.<br><span class="bld">2</span> as adjective, ἑ. πάθος Leonid. ap. Paul.Aeg.6.69.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />Hermaphroditos, <i>fils d'Hermès et d'Aphrodite</i> ; un hermaphrodite, <i>être ayant les attributs des deux sexes</i>.<br />'''Étymologie:''' [[Ἑρμῆς]], [[Ἀφροδίτη]].
}}
{{elru
|elrutext='''Ἑρμαφρόδῑτος:''' ὁ [[Гермафродит]] (сын Гермеса и Афродиты, обоеполое существо Diod., Luc., Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Ἑρμαφρόδιτος''': ὁ, [[πρόσωπον]] μετέχον τῶν ἰδιοτήτων ἀμφοτέρων τῶν γενῶν, καλούμενον [[οὕτως]] ἐκ τοῦ Ἑρμαφροδίτου, υἱοῦ τοῦ Ἑρμοῦ καὶ τῆς Ἀφροδίτης, Διόδ. 4. 6, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 23, Χριστοδ. Ἔκφρ. 202, κτλ.· περὶ ἀγαλμάτων Ἑρμαφροδίτου ὅρα ἐν λ. [[Ἑρμαθήνη]].
|lstext='''Ἑρμαφρόδιτος''': ὁ, [[πρόσωπον]] μετέχον τῶν ἰδιοτήτων ἀμφοτέρων τῶν γενῶν, καλούμενον [[οὕτως]] ἐκ τοῦ Ἑρμαφροδίτου, υἱοῦ τοῦ Ἑρμοῦ καὶ τῆς Ἀφροδίτης, Διόδ. 4. 6, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 23, Χριστοδ. Ἔκφρ. 202, κτλ.· περὶ ἀγαλμάτων Ἑρμαφροδίτου ὅρα ἐν λ. [[Ἑρμαθήνη]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />Hermaphroditos, <i>fils d’Hermès et d’Aphrodite</i> ; un hermaphrodite, <i>être ayant les attributs des deux sexes</i>.<br />'''Étymologie:''' [[Ἑρμῆς]], [[Ἀφροδίτη]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ἑρμαφρόδῑτος:''' ὁ, ο Ερμαφρόδιτος, [[πρόσωπο]] που είχε ιδιότητες και των [[δύο]] φύλων, [[αρσενικοθήλυκος]]· το όνομά του το πήρε από τον Ερμαφρόδιτο, γιο του Ερμή και της Αφροδίτης, σε Λουκ.
|lsmtext='''Ἑρμαφρόδῑτος:''' ὁ, ο Ερμαφρόδιτος, [[πρόσωπο]] που είχε ιδιότητες και των [[δύο]] φύλων, [[αρσενικοθήλυκος]]· το όνομά του το πήρε από τον Ερμαφρόδιτο, γιο του Ερμή και της Αφροδίτης, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''Ἑρμαφρόδῑτος:''' ὁ Гермафродит (сын Гермеса и Афродиты, обоеполое существо Diod., Luc., Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Ἑρμ-αφρόδῑτος, ὁ,<br />an hermaphrodite, a [[person]] partaking of the attributes of [[both]] sexes, so called from [[Hermaphroditus]], son of [[Hermes]] and [[Aphrodite]], Luc.
|mdlsjtxt=Ἑρμ-αφρόδῑτος, ὁ,<br />an hermaphrodite, a [[person]] partaking of the attributes of [[both]] sexes, so called from [[Hermaphroditus]], son of [[Hermes]] and [[Aphrodite]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 08:02, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἑρμαφρόδῑτος Medium diacritics: Ἑρμαφρόδιτος Low diacritics: Ερμαφρόδιτος Capitals: ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΣ
Transliteration A: Hermaphróditos Transliteration B: Hermaphroditos Transliteration C: Ermafroditos Beta Code: *(ermafro/ditos

English (LSJ)

ὁ,
A Hermaphrodite, or person partaking of the attributes of both sexes, so called from Hermaphroditus, son of Hermes and Aphrodite, D.S.4.6, Luc.DDeor.23.1, Ptol.Tetr.124, Gal.4.619.
2 as adjective, ἑ. πάθος Leonid. ap. Paul.Aeg.6.69.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Hermaphroditos, fils d'Hermès et d'Aphrodite ; un hermaphrodite, être ayant les attributs des deux sexes.
Étymologie: Ἑρμῆς, Ἀφροδίτη.

Russian (Dvoretsky)

Ἑρμαφρόδῑτος:Гермафродит (сын Гермеса и Афродиты, обоеполое существо Diod., Luc., Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

Ἑρμαφρόδιτος: ὁ, πρόσωπον μετέχον τῶν ἰδιοτήτων ἀμφοτέρων τῶν γενῶν, καλούμενον οὕτως ἐκ τοῦ Ἑρμαφροδίτου, υἱοῦ τοῦ Ἑρμοῦ καὶ τῆς Ἀφροδίτης, Διόδ. 4. 6, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 23, Χριστοδ. Ἔκφρ. 202, κτλ.· περὶ ἀγαλμάτων Ἑρμαφροδίτου ὅρα ἐν λ. Ἑρμαθήνη.

Greek Monotonic

Ἑρμαφρόδῑτος: ὁ, ο Ερμαφρόδιτος, πρόσωπο που είχε ιδιότητες και των δύο φύλων, αρσενικοθήλυκος· το όνομά του το πήρε από τον Ερμαφρόδιτο, γιο του Ερμή και της Αφροδίτης, σε Λουκ.

Middle Liddell

Ἑρμ-αφρόδῑτος, ὁ,
an hermaphrodite, a person partaking of the attributes of both sexes, so called from Hermaphroditus, son of Hermes and Aphrodite, Luc.