ἐμβελής: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
(6_7)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=emvelis
|Transliteration C=emvelis
|Beta Code=e)mbelh/s
|Beta Code=e)mbelh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">within range of missiles</b>, <b class="b3">διάστημα, τόπος</b>, <span class="bibl">Plb.8.5.2</span>, <span class="bibl">D.S.20.44</span>.</span>
|Definition=ἐμβελές, [[within range of missiles]], [[διάστημα]], [[τόπος]], Plb.8.5.2, [[Diodorus Siculus|D.S.]]20.44.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />[[que está al alcance de los proyectiles]], [[διάστημα]] Plb.8.5.2, τόπος [[Diodorus Siculus|D.S.]]20.44, cf. Str.12.2.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμβελής''': -ές, ἐντὸς βέλους, ἐντὸς τοξεύματος, Πολύβ. 8. 7, 2, Διόδ. 20, 44.
|lstext='''ἐμβελής''': -ές, ἐντὸς βέλους, ἐντὸς τοξεύματος, Πολύβ. 8. 7, 2, Διόδ. 20, 44.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἐμβελής]], -ές)<br />αυτός που βρίσκεται [[μέσα]] στην [[απόσταση]] βολής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εμβελές</i><br />η [[εμβέλεια]], το [[βεληνεκές]].
}}
}}

Latest revision as of 08:03, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμβελής Medium diacritics: ἐμβελής Low diacritics: εμβελής Capitals: ΕΜΒΕΛΗΣ
Transliteration A: embelḗs Transliteration B: embelēs Transliteration C: emvelis Beta Code: e)mbelh/s

English (LSJ)

ἐμβελές, within range of missiles, διάστημα, τόπος, Plb.8.5.2, D.S.20.44.

Spanish (DGE)

-ές
que está al alcance de los proyectiles, διάστημα Plb.8.5.2, τόπος D.S.20.44, cf. Str.12.2.7.

German (Pape)

[Seite 805] ές, innerhalb des Pfeilschusses; Pol. 8, 7, 2; D. Sic. 20, 44.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβελής: -ές, ἐντὸς βέλους, ἐντὸς τοξεύματος, Πολύβ. 8. 7, 2, Διόδ. 20, 44.

Greek Monolingual

-ές (Α ἐμβελής, -ές)
αυτός που βρίσκεται μέσα στην απόσταση βολής
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το εμβελές
η εμβέλεια, το βεληνεκές.