ὑποφώσκω: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
(12)
 
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypofosko
|Transliteration C=ypofosko
|Beta Code=u(pofw/skw
|Beta Code=u(pofw/skw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ὑποφαύσκω]], ὑποφωσκούσης ἕω <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>938a32</span> (v. l.); τῆς ἡμέρας ὑ. <span class="bibl">D.S.13.18</span> (v.l. [[ἐπιφ-]]).</span>
|Definition== [[ὑποφαύσκω]], ὑποφωσκούσης ἕω Arist.''Pr.''938a32 ([[varia lectio|v.l.]]); τῆς ἡμέρας ὑ. [[Diodorus Siculus|D.S.]]13.18 ([[varia lectio|v.l.]] [[ἐπιφώσκω]]).
}}
{{pape
|ptext== [[ὑποφαύσκω]], <i>ein [[wenig]] od. [[allmälig]] [[licht]] od. hell [[werden]], [[anfangen]] zu [[leuchten]]</i>; DS. 13.18; ὑποφωσκούσης ἕω Arist. <i>Probl</i>. 25.5.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποφώσκω:''' [[светать]]: ὑποφωσκούσης ἕω Arst. на заре.
}}
{{ls
|lstext='''ὑποφώσκω''': [[ὑποφαύσκω]], ὑποφωσκούσης ἕω Ἀριστ. Προβλ. 25. 5· τῆς ἡμέρας ὑπ. Διόδ. 13. 18 (μετὰ διαφόρ. γραφῆς ἐπιφ-).
}}
{{grml
|mltxt=[[ὑποφώσκω]] ΝΑ<br />[[αρχίζω]] να [[φέγγω]], [[αχνοφέγγω]] (α. «υποφώσκει η [[ελπίδα]] για ένα καλύτερο [[μέλλον]]» β. «τῆς ἡμέρας ὑποφωσκούσης», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Άλλος τ. του ρ. [[ὑποφαύσκω]], κατ' [[επίδραση]] της λ. <i>φῶς</i> (<b>πρβλ.</b> [[διαφαύσκω]]: [[διαφώσκω]].
}}
}}

Latest revision as of 08:05, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποφώσκω Medium diacritics: ὑποφώσκω Low diacritics: υποφώσκω Capitals: ΥΠΟΦΩΣΚΩ
Transliteration A: hypophṓskō Transliteration B: hypophōskō Transliteration C: ypofosko Beta Code: u(pofw/skw

English (LSJ)

= ὑποφαύσκω, ὑποφωσκούσης ἕω Arist.Pr.938a32 (v.l.); τῆς ἡμέρας ὑ. D.S.13.18 (v.l. ἐπιφώσκω).

German (Pape)

ὑποφαύσκω, ein wenig od. allmälig licht od. hell werden, anfangen zu leuchten; DS. 13.18; ὑποφωσκούσης ἕω Arist. Probl. 25.5.

Russian (Dvoretsky)

ὑποφώσκω: светать: ὑποφωσκούσης ἕω Arst. на заре.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφώσκω: ὑποφαύσκω, ὑποφωσκούσης ἕω Ἀριστ. Προβλ. 25. 5· τῆς ἡμέρας ὑπ. Διόδ. 13. 18 (μετὰ διαφόρ. γραφῆς ἐπιφ-).

Greek Monolingual

ὑποφώσκω ΝΑ
αρχίζω να φέγγω, αχνοφέγγω (α. «υποφώσκει η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον» β. «τῆς ἡμέρας ὑποφωσκούσης», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Άλλος τ. του ρ. ὑποφαύσκω, κατ' επίδραση της λ. φῶς (πρβλ. διαφαύσκω: διαφώσκω.