ὑποφώσκω: Difference between revisions
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypofosko | |Transliteration C=ypofosko | ||
|Beta Code=u(pofw/skw | |Beta Code=u(pofw/skw | ||
|Definition= | |Definition== [[ὑποφαύσκω]], ὑποφωσκούσης ἕω Arist.''Pr.''938a32 ([[varia lectio|v.l.]]); τῆς ἡμέρας ὑ. [[Diodorus Siculus|D.S.]]13.18 ([[varia lectio|v.l.]] [[ἐπιφώσκω]]). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[ὑποφαύσκω]], <i>ein [[wenig]] od. [[allmälig]] [[licht]] od. hell [[werden]], [[anfangen]] zu [[leuchten]]</i>; DS. 13.18; ὑποφωσκούσης ἕω Arist. <i>Probl</i>. 25.5. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑποφώσκω:''' [[светать]]: ὑποφωσκούσης ἕω Arst. на заре. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποφώσκω''': [[ὑποφαύσκω]], ὑποφωσκούσης ἕω Ἀριστ. Προβλ. 25. 5· τῆς ἡμέρας ὑπ. Διόδ. 13. 18 ( | |lstext='''ὑποφώσκω''': [[ὑποφαύσκω]], ὑποφωσκούσης ἕω Ἀριστ. Προβλ. 25. 5· τῆς ἡμέρας ὑπ. Διόδ. 13. 18 (μετὰ διαφόρ. γραφῆς ἐπιφ-). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὑποφώσκω]] ΝΑ<br />[[αρχίζω]] να [[φέγγω]], [[αχνοφέγγω]] (α. «υποφώσκει η [[ελπίδα]] για ένα καλύτερο [[μέλλον]]» β. «τῆς ἡμέρας ὑποφωσκούσης», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Άλλος τ. του ρ. [[ὑποφαύσκω]], κατ' [[επίδραση]] της λ. <i>φῶς</i> (<b>πρβλ.</b> [[διαφαύσκω]]: [[διαφώσκω]]. | |mltxt=[[ὑποφώσκω]] ΝΑ<br />[[αρχίζω]] να [[φέγγω]], [[αχνοφέγγω]] (α. «υποφώσκει η [[ελπίδα]] για ένα καλύτερο [[μέλλον]]» β. «τῆς ἡμέρας ὑποφωσκούσης», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Άλλος τ. του ρ. [[ὑποφαύσκω]], κατ' [[επίδραση]] της λ. <i>φῶς</i> (<b>πρβλ.</b> [[διαφαύσκω]]: [[διαφώσκω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:05, 27 March 2024
English (LSJ)
= ὑποφαύσκω, ὑποφωσκούσης ἕω Arist.Pr.938a32 (v.l.); τῆς ἡμέρας ὑ. D.S.13.18 (v.l. ἐπιφώσκω).
German (Pape)
= ὑποφαύσκω, ein wenig od. allmälig licht od. hell werden, anfangen zu leuchten; DS. 13.18; ὑποφωσκούσης ἕω Arist. Probl. 25.5.
Russian (Dvoretsky)
ὑποφώσκω: светать: ὑποφωσκούσης ἕω Arst. на заре.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποφώσκω: ὑποφαύσκω, ὑποφωσκούσης ἕω Ἀριστ. Προβλ. 25. 5· τῆς ἡμέρας ὑπ. Διόδ. 13. 18 (μετὰ διαφόρ. γραφῆς ἐπιφ-).
Greek Monolingual
ὑποφώσκω ΝΑ
αρχίζω να φέγγω, αχνοφέγγω (α. «υποφώσκει η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον» β. «τῆς ἡμέρας ὑποφωσκούσης», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Άλλος τ. του ρ. ὑποφαύσκω, κατ' επίδραση της λ. φῶς (πρβλ. διαφαύσκω: διαφώσκω.