изменять: Difference between revisions
From LSJ
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
(3) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἑτεροιόω]], [[νεοχμόω]], [[ἐναλλάσσω]], [[ἐναλλάττω]], [[ἐνδιαλλάσσω]], [[ἐνδιαλλάττω]], [[στρέφω]], [[ἀνταλλάσσω]], [[ἀνταλάττω]], [[παρακλίνω]], [[παρκλίνω]], [[καινόω]], [[μεταπεττεύω]], [[μετασκευωρέομαι]], [[μεταποιέω]], [[παραλλάσσω]], [[παραλλάττω]], [[μεταρρυθμίζω]], [[μεταχαράσσω]], [[παραστρέφω]], [[ἐντρέπω]], [[μετασχηματίζω]], [[πλαγιάζω]] | |rueltext=[[μεταστρέφω]], [[ἑτεροιόω]], [[νεοχμόω]], [[ἐναλλάσσω]], [[ἐναλλάττω]], [[ἐνδιαλλάσσω]], [[ἐνδιαλλάττω]], [[ἐξαλλάσσω]], [[ἐξαλλάττω]], [[στρέφω]], [[ἀνταλλάσσω]], [[ἀνταλάττω]], [[παρακλίνω]], [[παρκλίνω]], [[καινόω]], [[μεταπεττεύω]], [[μετασκευωρέομαι]], [[μεταποιέω]], [[παραλλάσσω]], [[παραλλάττω]], [[μεταρρυθμίζω]], [[μεταχαράσσω]], [[παραστρέφω]], [[ἐντρέπω]], [[μετασχηματίζω]], [[πλαγιάζω]], [[παράγω]], [[ἐξίστημι]], [[προδίδωμι]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:26, 27 March 2024
Russian > Greek
μεταστρέφω, ἑτεροιόω, νεοχμόω, ἐναλλάσσω, ἐναλλάττω, ἐνδιαλλάσσω, ἐνδιαλλάττω, ἐξαλλάσσω, ἐξαλλάττω, στρέφω, ἀνταλλάσσω, ἀνταλάττω, παρακλίνω, παρκλίνω, καινόω, μεταπεττεύω, μετασκευωρέομαι, μεταποιέω, παραλλάσσω, παραλλάττω, μεταρρυθμίζω, μεταχαράσσω, παραστρέφω, ἐντρέπω, μετασχηματίζω, πλαγιάζω, παράγω, ἐξίστημι, προδίδωμι