στιχογράφος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)γράφος" to "Full diacritics=$1γρᾰ́φος")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=στῐχογράφος
|Full diacritics=στῐχογρᾰ́φος
|Medium diacritics=στιχογράφος
|Medium diacritics=στιχογράφος
|Low diacritics=στιχογράφος
|Low diacritics=στιχογράφος
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui écrit des vers, poète.<br />'''Étymologie:''' [[στίχος]], [[γράφω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />[[qui écrit des vers]], [[poète]].<br />'''Étymologie:''' [[στίχος]], [[γράφω]].
}}
{{elru
|elrutext='''στῐχογράφος:''' (ᾰ) ὁ [[стихотворец]] Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br />αυτός που γράφει στίχους, [[στιχουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(με ειρωνική και υποτιμητική σημ.) [[ασήμαντος]] [[ποιητής]], [[στιχοπλόκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στίχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]]].
|mltxt=ο, ΝΑ<br />αυτός που γράφει στίχους, [[στιχουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(με ειρωνική και υποτιμητική σημ.) [[ασήμαντος]] [[ποιητής]], [[στιχοπλόκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στίχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''στῐχογράφος:''' (ᾰ) ὁ стихотворец Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=στῐχο-γρᾰ́φος, ον, [[γράφω]]<br />[[writing]] [[verse]], Anth.
|mdlsjtxt=στῐχο-γρᾰ́φος, ον, [[γράφω]]<br />[[writing]] [[verse]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 12:04, 29 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῐχογρᾰ́φος Medium diacritics: στιχογράφος Low diacritics: στιχογράφος Capitals: ΣΤΙΧΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: stichográphos Transliteration B: stichographos Transliteration C: stichografos Beta Code: stixogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, verse-writer, App.Anth.5.12.

German (Pape)

[Seite 944] Verse schreibend, der Dichter, Ep. ad. 533 (App. 212).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui écrit des vers, poète.
Étymologie: στίχος, γράφω.

Russian (Dvoretsky)

στῐχογράφος: (ᾰ) ὁ стихотворец Anth.

Greek (Liddell-Scott)

στῐχογράφος: [ᾰ], -ον, ὁ γράφων στίχους, στιχουργός, Ἀνθ. Π. παράρτ. 321.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
αυτός που γράφει στίχους, στιχουργός
νεοελλ.
(με ειρωνική και υποτιμητική σημ.) ασήμαντος ποιητής, στιχοπλόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + -γράφος].

Middle Liddell

στῐχο-γρᾰ́φος, ον, γράφω
writing verse, Anth.