μελογράφος: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)γράφος" to "Full diacritics=$1γρᾰ́φος")
 
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=μελογράφος
|Full diacritics=μελογρᾰ́φος
|Medium diacritics=μελογράφος
|Medium diacritics=μελογράφος
|Low diacritics=μελογράφος
|Low diacritics=μελογράφος

Latest revision as of 12:04, 29 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελογρᾰ́φος Medium diacritics: μελογράφος Low diacritics: μελογράφος Capitals: ΜΕΛΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: melográphos Transliteration B: melographos Transliteration C: melografos Beta Code: melogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, writer of songs, AP11.133 (Lucill.), Vett.Val.75.7.

German (Pape)

[Seite 127] Lieder schreibend, dichtend, Lucill. 77 (XI, 133).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui compose des chants, poète lyrique.
Étymologie: μέλος, γράφω.

Russian (Dvoretsky)

μελογράφος:сочинитель песен, лирический поэт Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μελογράφος: -ον, (μέλος Β) ὁ γράφων μελῳδίας, ᾄσματα, ᾠδάς, Ἀνθ. Π. 11. 133.

Greek Monolingual

ο, η (Α μελογράφος)
αυτός που συνθέτει μελωδίες, μελοποιός, μουσουργός
αρχ.
ψαλμωδός.

Greek Monotonic

μελογράφος: -ον (μέλος II), συνθέτης τραγουδιών, μελωδιών, σε Ανθ.

Middle Liddell

μελο-γράφος, ον μέλος II]
writing songs, Anth.