πελεκώ: Difference between revisions
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=πελεκῶ, | |mltxt=πελεκῶ, [[πελεκάω]], ΝΜΑ [[πέλεκυς]]<br /><b>1.</b> [[κόβω]] [[ξύλο]] με [[πέλεκυ]] ή [[κατεργάζομαι]] με [[πέλεκυ]] [[ξύλο]] ή [[αντικείμενο]] από [[ξύλο]] («ἦν δ' ὁ [[κτύπος]] αὐτῶν πελεκώντων [[ὥσπερ]] ἐν ναυπηγίῳ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σφυροκοπώ]] ακατέργαστους λίθους για να τους προσαρμόσω σε ορισμένη [[θέση]] («ἐργαλεῖον ᾧ τοὺς λίθους πελεκῶσι», Τζέτζ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ξυλοκοπώ]], [[δέρνω]] ανηλεώς<br /><b>2.</b> [[κόβω]] σε τεμάχια, [[πετσοκόβω]]<br /><b>3.</b> [[φονεύω]] κάποιον κόβοντας τα [[μέλη]] του<br /><b>αρχ.</b><br />(για άνδρα) [[έρχομαι]] σε σαρκική [[μίξη]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:18, 6 April 2024
Greek Monolingual
πελεκῶ, πελεκάω, ΝΜΑ πέλεκυς
1. κόβω ξύλο με πέλεκυ ή κατεργάζομαι με πέλεκυ ξύλο ή αντικείμενο από ξύλο («ἦν δ' ὁ κτύπος αὐτῶν πελεκώντων ὥσπερ ἐν ναυπηγίῳ», Αριστοφ.)
2. σφυροκοπώ ακατέργαστους λίθους για να τους προσαρμόσω σε ορισμένη θέση («ἐργαλεῖον ᾧ τοὺς λίθους πελεκῶσι», Τζέτζ.)
νεοελλ.
1. ξυλοκοπώ, δέρνω ανηλεώς
2. κόβω σε τεμάχια, πετσοκόβω
3. φονεύω κάποιον κόβοντας τα μέλη του
αρχ.
(για άνδρα) έρχομαι σε σαρκική μίξη.