συμμεταδίδωμι: Difference between revisions
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
mNo edit summary |
m (Text replacement - "theilen" to "teilen") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0981.png Seite 981]] (s. [[δίδωμι]]), | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0981.png Seite 981]] (s. [[δίδωμι]]), mitteilen, bes. um darüber zu berathschlagen, τινὶ τῆς ἐπιβολῆς Pol. 5, 36, 2, περὶ τῶν ἐνεστώτων 23, 14, 7. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 07:35, 10 April 2024
English (LSJ)
impart information about a matter, σ. τινί τινος or περί τινος, Plb.5.36.2, 22.14.7.
German (Pape)
[Seite 981] (s. δίδωμι), mitteilen, bes. um darüber zu berathschlagen, τινὶ τῆς ἐπιβολῆς Pol. 5, 36, 2, περὶ τῶν ἐνεστώτων 23, 14, 7.
Russian (Dvoretsky)
συμμεταδίδωμι: (δῐ) передавать, сообщать (τινί τινος или περί τινος Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
συμμεταδίδωμι: μεταδίδωμι ἢ ἀνακοινοῦμαι ὁμοῦ, σ. τινί τινος ἢ περί τινος Πολύβ. 5. 36, 2., 23. 14, 7.
Greek Monolingual
Α
κοινοποιώ σε κάποιον κάτι για την από κοινού εξέτασή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταδίδωμι «ανακοινώνω, συσκέπτομαι με κάποιον για κάτι»].