ἐρανιστής: Difference between revisions
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
(6_19) |
m (Text replacement - "Theil" to "Teil") |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eranistis | |Transliteration C=eranistis | ||
|Beta Code=e)ranisth/s | |Beta Code=e)ranisth/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐρανιστοῦ, ὁ, [[member]] of or [[contributor]] to an [[association]] ([[ἔρανος]]) ''1'', Pherecyd.11 J. (pl.); [[ἑστιᾶν]] ἐρανιστάς to [[give]] a [[club]]-[[dinner]], Ar.Fr.408, Arist.EN1123a22; [[member]] of an [[ἔρανος]] III, IG22.1265 (pl.), 11(4).1223 (Delos, pl.), etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1017.png Seite 1017]] ὁ, der | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1017.png Seite 1017]] ὁ, der Teilnehmer an einem [[ἔρανος]], bes. an einem Schmause der Art, Ar. frg. 355; ἐρανιστὰς γαμικῶς ἑστιῶν Arist. Eth. 4, 2; = συνθιασῶται Ath. VIII, 362 e. Vgl. Inscr. 126. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐρᾰνιστής:''' οῦ ὁ [[участник складчины]] Arph., Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐρᾰνιστής''': -οῦ, ὁ ὁ συνεισφέρων εἰς ἔρανον (σύλλογον ἐρανιστῶν), ἐστιᾶν ἐρανιστὰς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 356, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 20., 8. 9, 5, Ἀθήν. 362Ε: πρβλ. [[ἔρανος]] ΙΙ. - Καθ’ Ἁρποκρ.: «ἐρανιστὴς μέντοι [[κυρίως]] ἐστὶν ὁ τοῦ ἐράνου μετέχων καὶ τὴν φορὰν ἣν ἑκάστου μηνὸς ἔδει καταβάλλειν εἰσφέρων, τὸ δὲ [[ὄνομα]] παρὰ Λυσίᾳ ἐν τῷ πρὸς Ἀριστοκράτην περὶ ἐγγύης ἐράνου, εἰ [[γνήσιος]]». | |lstext='''ἐρᾰνιστής''': -οῦ, ὁ ὁ συνεισφέρων εἰς ἔρανον (σύλλογον ἐρανιστῶν), ἐστιᾶν ἐρανιστὰς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 356, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 20., 8. 9, 5, Ἀθήν. 362Ε: πρβλ. [[ἔρανος]] ΙΙ. - Καθ’ Ἁρποκρ.: «ἐρανιστὴς μέντοι [[κυρίως]] ἐστὶν ὁ τοῦ ἐράνου μετέχων καὶ τὴν φορὰν ἣν ἑκάστου μηνὸς ἔδει καταβάλλειν εἰσφέρων, τὸ δὲ [[ὄνομα]] παρὰ Λυσίᾳ ἐν τῷ πρὸς Ἀριστοκράτην περὶ ἐγγύης ἐράνου, εἰ [[γνήσιος]]». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. ερανίστρια (AM [[ἐρανιστής]]) [[ερανίζω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />ο [[συντάκτης]] και [[εκδότης]] ερανίσματος, ο [[συλλέκτης]] γνωμών, αποφθεγμάτων, χωρίων διαφόρων συγγραφέων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συμμετέχει σε έρανο, που συνεισφέρει για να γίνει κοινό [[συμπόσιο]]<br /><b>2.</b> [[μέλος]] συλλόγων που διοργανώνει εράνους σε ορισμένες θρησκευτικές γιορτές. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:45, 10 April 2024
English (LSJ)
ἐρανιστοῦ, ὁ, member of or contributor to an association (ἔρανος) 1, Pherecyd.11 J. (pl.); ἑστιᾶν ἐρανιστάς to give a club-dinner, Ar.Fr.408, Arist.EN1123a22; member of an ἔρανος III, IG22.1265 (pl.), 11(4).1223 (Delos, pl.), etc.
German (Pape)
[Seite 1017] ὁ, der Teilnehmer an einem ἔρανος, bes. an einem Schmause der Art, Ar. frg. 355; ἐρανιστὰς γαμικῶς ἑστιῶν Arist. Eth. 4, 2; = συνθιασῶται Ath. VIII, 362 e. Vgl. Inscr. 126.
Russian (Dvoretsky)
ἐρᾰνιστής: οῦ ὁ участник складчины Arph., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρᾰνιστής: -οῦ, ὁ ὁ συνεισφέρων εἰς ἔρανον (σύλλογον ἐρανιστῶν), ἐστιᾶν ἐρανιστὰς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 356, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 20., 8. 9, 5, Ἀθήν. 362Ε: πρβλ. ἔρανος ΙΙ. - Καθ’ Ἁρποκρ.: «ἐρανιστὴς μέντοι κυρίως ἐστὶν ὁ τοῦ ἐράνου μετέχων καὶ τὴν φορὰν ἣν ἑκάστου μηνὸς ἔδει καταβάλλειν εἰσφέρων, τὸ δὲ ὄνομα παρὰ Λυσίᾳ ἐν τῷ πρὸς Ἀριστοκράτην περὶ ἐγγύης ἐράνου, εἰ γνήσιος».
Greek Monolingual
ο, θηλ. ερανίστρια (AM ἐρανιστής) ερανίζω
μσν.- νεοελλ.
ο συντάκτης και εκδότης ερανίσματος, ο συλλέκτης γνωμών, αποφθεγμάτων, χωρίων διαφόρων συγγραφέων
αρχ.
1. αυτός που συμμετέχει σε έρανο, που συνεισφέρει για να γίνει κοινό συμπόσιο
2. μέλος συλλόγων που διοργανώνει εράνους σε ορισμένες θρησκευτικές γιορτές.