ἰσόμορος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Antheil" to "Anteil")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1265.png Seite 1265]] gleichen Antheil habend, Il. 15, 209 u. sp. D. wie Nic. Th. 105; [[ἔργον]] ἀραχναίοις νήμασι, gleich, Antip. Sid. 21 (VI, 206).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1265.png Seite 1265]] gleichen Anteil habend, Il. 15, 209 u. sp. D. wie Nic. Th. 105; [[ἔργον]] ἀραχναίοις νήμασι, gleich, Antip. Sid. 21 (VI, 206).
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 07:45, 10 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόμορος Medium diacritics: ἰσόμορος Low diacritics: ισόμορος Capitals: ΙΣΟΜΟΡΟΣ
Transliteration A: isómoros Transliteration B: isomoros Transliteration C: isomoros Beta Code: i)so/moros

English (LSJ)

ἰσόμορον, = ἰσόμοιρος, used by Poseidon of himself in relation to Zeus, Il.15.209: generally, like, τινι AP6.206 (Antip.Sid.); ἰσόμορον, τό, equal portion, Nic.Th.105, Androm. ap. Gal.14.41. [ῑσ- ll. cc.]

German (Pape)

[Seite 1265] gleichen Anteil habend, Il. 15, 209 u. sp. D. wie Nic. Th. 105; ἔργον ἀραχναίοις νήμασι, gleich, Antip. Sid. 21 (VI, 206).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a une part égale.
Étymologie: ἴσος, μόρος.

Russian (Dvoretsky)

ἰσόμορος:
1 имеющий одинаковую судьбу (ἰ. καὶ ὁμῆ πεπρωμένος αἴσῃ Hom.);
2 равный: ἀραχναίοις νήμασιν ἰ. Anth. тонкий как паутина.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόμορος: -ον, = ἰσόμοιρος, λεγόμενον ὑπὸ τoῦ Πoσειδῶνoς περὶ ἑαυτοῦ ὡς ἰσομόρου πρὸς τὸν Δία, Ἰλ. Ο. 209· καθόλoυ, ὅμοιος, ἔργον ἀραχναίοις νήμασιν ἰσόμoρoν Ἀνθ. Π. 6. 206· ἰσόμορον, ἴσον μέρος, ἴσον μερίδιον, Νικ. Θηρ. 105, Ἀνδρόμαχος παρὰ Γαληv. 14, 41, 16. ἔκδ. Kühn. ῑσ-, ἴδε ἴσος ἐν τέλ.

Greek Monolingual

ἰσόμορος, -ον (Α)
1. (για τη σχέση του Ποσειδώνος με τον Δία) ισόμοιρος, με ίσο μερίδιο
2. όμοιος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόμορον
το ίσο μερίδιο, το ίσο μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -μορος (< μόρος), πρβλ. πρωτόμορος, ωκύμορος].

Greek Monotonic

ἰσόμορος: -ον, = ἰσόμοιρος, λέγεται από τον ίδιο τον Ποσειδώνα για τον εαυτό του ως ἰσομόρου προς τον Δία, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἰσό-μορος, ον = ἰσόμοιρος
used by Poseidon of himself as ἰσόμορος with Zeus, Il.