φαληριάω: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
(Autenrieth)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=faliriao
|Transliteration C=faliriao
|Beta Code=falhria/w
|Beta Code=falhria/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be patched with white</b>, <b class="b3">κύματα φαληριόωντα</b> waves <b class="b2">crested with white foam</b>, <span class="bibl">Il.13.799</span>; φαληριῶσαν σπίλον <b class="b2">white with breakers</b>, Lyc.188: φ. στόρθυγξ <b class="b2">white with foam</b>, Id.491; λίθον λευκὰ φαληριόωντα <span class="title">App.Anth.</span>3.79 (Posidipp.).</span>
|Definition=to [[be patched with white]], <b class="b3">κύματα φαληριόωντα</b> waves [[crested with white foam]], Il.13.799; φαληριῶσαν σπίλον [[white with breakers]], Lyc.188: φ. στόρθυγξ [[white with foam]], Id.491; λίθον λευκὰ φαληριόωντα ''App.Anth.''3.79 (Posidipp.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1253.png Seite 1253]] weiß sein, sich weiß färben; Hom. κύματα φαληριόωντα, die weiß aufschäumenden, mit weißem Schaum verbrämten Wogen, Il. 13, 799; nachgeahmt von Lycophr. 188. 492.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1253.png Seite 1253]] weiß sein, sich weiß färben; Hom. κύματα φαληριόωντα, die weiß aufschäumenden, mit weißem Schaum verbrämten Wogen, Il. 13, 799; nachgeahmt von Lycophr. 188. 492.
}}
{{bailly
|btext=[[φαληριῶ]] :<br /><i>part. prés. épq. pl. neutre</i> φαληριόωντα;<br />[[être blanc d'écume]].<br />'''Étymologie:''' [[φαληρός]].
}}
{{elru
|elrutext='''φᾰληριάω:''' покрываться белой пеной, только в выраж.: κύματα φαληριόωντα Hom. пенящиеся волны.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φᾰληριάω''': εἶμαι λευκὸς (πρβλ. [[φάλαρος]])· κύματα κυρτὰ φαληριόωντα, «λευκανθίζοντα τῷ ἀφρῷ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 799· «φαληριῶσαν οἰκήσει [[σπίλον]], τὴν λευκαινομένην ἐκ τοῦ ἀφροῦ τῶν κυμάτων» (Σχόλ.), Λυκόφρων 188· [[μετὰ]] λευκοῦ ἀφροῦ, ἀργῷ πᾶς φαληριῶν λύθρῳ [[στόρθυγξ]], «λευκῷ [[ὅλος]] λευκαινόμενος ἀφρῷ» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. 491· ― πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[φάλος]] (ὁ), [[τετραφάληρος]].
|lstext='''φᾰληριάω''': εἶμαι λευκὸς (πρβλ. [[φάλαρος]])· κύματα κυρτὰ φαληριόωντα, «λευκανθίζοντα τῷ ἀφρῷ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 799· «φαληριῶσαν οἰκήσει [[σπίλον]], τὴν λευκαινομένην ἐκ τοῦ ἀφροῦ τῶν κυμάτων» (Σχόλ.), Λυκόφρων 188· μετὰ λευκοῦ ἀφροῦ, ἀργῷ πᾶς φαληριῶν λύθρῳ [[στόρθυγξ]], «λευκῷ [[ὅλος]] λευκαινόμενος ἀφρῷ» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. 491· ― πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[φάλος]] (ὁ), [[τετραφάληρος]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>part. prés. épq. pl. neutre</i> φαληριόωντα;<br />être blanc d’écume.<br />'''Étymologie:''' [[φαληρός]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=only [[part]]., φαληριόωντα, [[brightly]] [[shining]], [[gleaming]], Il. 13.799†.
|auten=only [[part]]., φαληριόωντα, [[brightly]] [[shining]], [[gleaming]], Il. 13.799†.
}}
{{lsm
|lsmtext='''φᾰληριάω:''' (φάλᾱρος), έχω λευκές κηλίδες, <i>κύματα φαληριόωντα</i>, κύματα στολισμένα με [[λευκό]] αφρό, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φᾰληριάω, [φάλᾱρος]<br />to be patched with [[white]], κύματα φαληριόωντα waves [[crested]] with [[white]] [[foam]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 07:25, 29 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰληριάω Medium diacritics: φαληριάω Low diacritics: φαληριάω Capitals: ΦΑΛΗΡΙΑΩ
Transliteration A: phalēriáō Transliteration B: phalēriaō Transliteration C: faliriao Beta Code: falhria/w

English (LSJ)

to be patched with white, κύματα φαληριόωντα waves crested with white foam, Il.13.799; φαληριῶσαν σπίλον white with breakers, Lyc.188: φ. στόρθυγξ white with foam, Id.491; λίθον λευκὰ φαληριόωντα App.Anth.3.79 (Posidipp.).

German (Pape)

[Seite 1253] weiß sein, sich weiß färben; Hom. κύματα φαληριόωντα, die weiß aufschäumenden, mit weißem Schaum verbrämten Wogen, Il. 13, 799; nachgeahmt von Lycophr. 188. 492.

French (Bailly abrégé)

φαληριῶ :
part. prés. épq. pl. neutre φαληριόωντα;
être blanc d'écume.
Étymologie: φαληρός.

Russian (Dvoretsky)

φᾰληριάω: покрываться белой пеной, только в выраж.: κύματα φαληριόωντα Hom. пенящиеся волны.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰληριάω: εἶμαι λευκὸς (πρβλ. φάλαρος)· κύματα κυρτὰ φαληριόωντα, «λευκανθίζοντα τῷ ἀφρῷ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 799· «φαληριῶσαν οἰκήσει σπίλον, τὴν λευκαινομένην ἐκ τοῦ ἀφροῦ τῶν κυμάτων» (Σχόλ.), Λυκόφρων 188· μετὰ λευκοῦ ἀφροῦ, ἀργῷ πᾶς φαληριῶν λύθρῳ στόρθυγξ, «λευκῷ ὅλος λευκαινόμενος ἀφρῷ» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. 491· ― πρβλ. ὡσαύτως φάλος (ὁ), τετραφάληρος.

English (Autenrieth)

only part., φαληριόωντα, brightly shining, gleaming, Il. 13.799†.

Greek Monotonic

φᾰληριάω: (φάλᾱρος), έχω λευκές κηλίδες, κύματα φαληριόωντα, κύματα στολισμένα με λευκό αφρό, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

φᾰληριάω, [φάλᾱρος]
to be patched with white, κύματα φαληριόωντα waves crested with white foam, Il.