τετραγωνικός: Difference between revisions
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tetragonikos | |Transliteration C=tetragonikos | ||
|Beta Code=tetragwniko/s | |Beta Code=tetragwniko/s | ||
|Definition= | |Definition=τετραγωνική, τετραγωνικόν, [[of a square]], [[square]], Iamb. ''in Nic.'' p.59 P., al., Procl.''Hyp.''3.6, Simp. ''in Ph.''59.19. Adv. [[τετραγωνικῶς]] Iamb. ''in Nic.'' p.27 P. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[τετραγωνικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[τετράγωνος]]<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] τετραγώνου, [[τετράγωνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[ακαταγώνιστος]], [[ακαταμάχητος]] («τετραγωνικό [[επιχείρημα]]»)<br /><b>2.</b> <b>χημ.</b> (για χαρακτηρισμό μιας μορφής υβριδίωσης) αυτή στην οποία συμμετέχουν [[τέσσερα]] τροχιακά ενός ατόμου, ένα <i>s</i> και [[τρία]] <i>p</i> ή και [[κάποτε]] και <i>d</i><br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετραγωνικό</i><br />[[τετράγωνο]] [[τμήμα]] επιφάνειας που [[κάθε]] [[πλευρά]] του έχει [[μήκος]] ένα [[μέτρο]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «τετραγωνική [[ρίζα]] του αριθμού <i>α</i>»<br /><b>μαθημ.</b> ο [[αριθμός]] ο [[οποίος]] πολλαπλασιαζόμενος με τον εαυτό του δίνει τον <i>α</i> («τετραγωνική [[ρίζα]] του 9 [[είναι]] ο [[αριθμός]] 3»)<br />β) «τετραγωνική [[εξίσωση]]»<br /><b>μαθημ.</b> [[εξίσωση]] δευτέρου βαθμού<br />γ) «[[μέση]] τετραγωνική [[ταχύτητα]]»<br /><b>φυσ.</b> η [[μέση]] [[ταχύτητα]] ενός συστήματος κινούμενων σωματιδίων η οποία ορίζεται [[έτσι]] ώστε το τετράγωνό της να [[είναι]] ίσο [[προς]] τον [[μέσο]] όρο τών τετραγώνων τών επιμέρους ταχυτήτων τών σωματιδίων και η οποία προσδιορίζει τη [[θερμοκρασία]] του<br />δ) «τετραγωνικό [[σύστημα]]»<br /><b>(κρυσταλλ.)</b> μία από τις κύριες κατηγορίες δομών στις οποίες μπορεί να ταξινομηθεί ένα κρυσταλλικό στερεό<br />ε) «τετραγωνικό [[μυαλό]]» — [[λογικός]] και [[θετικός]] [[άνθρωπος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τετραγωνικώς]] / <i>τετραγωνικῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>τετραγωνικά</i> Ν<br />με τετραγωνικό τρόπο. | |mltxt=-ή, -ό / [[τετραγωνικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[τετράγωνος]]<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] τετραγώνου, [[τετράγωνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[ακαταγώνιστος]], [[ακαταμάχητος]] («τετραγωνικό [[επιχείρημα]]»)<br /><b>2.</b> <b>χημ.</b> (για χαρακτηρισμό μιας μορφής υβριδίωσης) αυτή στην οποία συμμετέχουν [[τέσσερα]] τροχιακά ενός ατόμου, ένα <i>s</i> και [[τρία]] <i>p</i> ή και [[κάποτε]] και <i>d</i><br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετραγωνικό</i><br />[[τετράγωνο]] [[τμήμα]] επιφάνειας που [[κάθε]] [[πλευρά]] του έχει [[μήκος]] ένα [[μέτρο]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «τετραγωνική [[ρίζα]] του αριθμού <i>α</i>»<br /><b>μαθημ.</b> ο [[αριθμός]] ο [[οποίος]] πολλαπλασιαζόμενος με τον εαυτό του δίνει τον <i>α</i> («τετραγωνική [[ρίζα]] του 9 [[είναι]] ο [[αριθμός]] 3»)<br />β) «τετραγωνική [[εξίσωση]]»<br /><b>μαθημ.</b> [[εξίσωση]] δευτέρου βαθμού<br />γ) «[[μέση]] τετραγωνική [[ταχύτητα]]»<br /><b>φυσ.</b> η [[μέση]] [[ταχύτητα]] ενός συστήματος κινούμενων σωματιδίων η οποία ορίζεται [[έτσι]] ώστε το τετράγωνό της να [[είναι]] ίσο [[προς]] τον [[μέσο]] όρο τών τετραγώνων τών επιμέρους ταχυτήτων τών σωματιδίων και η οποία προσδιορίζει τη [[θερμοκρασία]] του<br />δ) «τετραγωνικό [[σύστημα]]»<br /><b>(κρυσταλλ.)</b> μία από τις κύριες κατηγορίες δομών στις οποίες μπορεί να ταξινομηθεί ένα κρυσταλλικό στερεό<br />ε) «τετραγωνικό [[μυαλό]]» — [[λογικός]] και [[θετικός]] [[άνθρωπος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τετραγωνικώς]] / <i>τετραγωνικῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>τετραγωνικά</i> Ν<br />με τετραγωνικό τρόπο. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[square]]=== | |||
Arabic: مُرَبَّع; Egyptian Arabic: مربع; Asturian: cuadráu; Bulgarian: квадратен; Catalan: quadrat; Czech: čtvercový; Danish: kvadratisk; Dutch: [[vierkant]], [[vierkante]]; Esperanto: kvadrata; Farefare: wẽkɔ; Finnish: neliömäinen, neliskulmainen; French: [[carré]]; Galician: cadrado; German: [[quadratisch]]; Greek: [[τετράγωνος]]; Ancient Greek: [[τετράγωνος]], [[τετραγωνικός]], [[τετραγλώχις]]; Hungarian: négyszögletes; Icelandic: ferningslaga; Indonesian: kotak, segiempat; Irish: cearnógach; Italian: [[quadrato]]; Japanese: 四角い; Kannada: ಚೌಕ; Latin: [[quadratus]], [[quadrus]]; Malay: segi empat sama; Norman: cârré; Norwegian Bokmål: kvadratisk, firkantet, firkanta; Nynorsk: kvadratisk, firkanta; Old English: fēowerecge, fēowerecgede, fēowerscȳte, fiþerscȳte; Polish: kwadratowy; Portuguese: [[quadrado]]; Romanian: pătrat; Russian: [[квадратный]]; Scottish Gaelic: ceàrnagach; Spanish: [[cuadrado]]; Swedish: kvadratisk, fyrkantig; Telugu: చతురస్ర; Walloon: cwåré, cwårêye | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:16, 30 May 2024
English (LSJ)
τετραγωνική, τετραγωνικόν, of a square, square, Iamb. in Nic. p.59 P., al., Procl.Hyp.3.6, Simp. in Ph.59.19. Adv. τετραγωνικῶς Iamb. in Nic. p.27 P.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τετραγωνικός, -ή, -όν, ΝΑ τετράγωνος
αυτός που έχει σχήμα τετραγώνου, τετράγωνος
νεοελλ.
1. μτφ. ακαταγώνιστος, ακαταμάχητος («τετραγωνικό επιχείρημα»)
2. χημ. (για χαρακτηρισμό μιας μορφής υβριδίωσης) αυτή στην οποία συμμετέχουν τέσσερα τροχιακά ενός ατόμου, ένα s και τρία p ή και κάποτε και d
3. το ουδ. ως ουσ. το τετραγωνικό
τετράγωνο τμήμα επιφάνειας που κάθε πλευρά του έχει μήκος ένα μέτρο
4. φρ. α) «τετραγωνική ρίζα του αριθμού α»
μαθημ. ο αριθμός ο οποίος πολλαπλασιαζόμενος με τον εαυτό του δίνει τον α («τετραγωνική ρίζα του 9 είναι ο αριθμός 3»)
β) «τετραγωνική εξίσωση»
μαθημ. εξίσωση δευτέρου βαθμού
γ) «μέση τετραγωνική ταχύτητα»
φυσ. η μέση ταχύτητα ενός συστήματος κινούμενων σωματιδίων η οποία ορίζεται έτσι ώστε το τετράγωνό της να είναι ίσο προς τον μέσο όρο τών τετραγώνων τών επιμέρους ταχυτήτων τών σωματιδίων και η οποία προσδιορίζει τη θερμοκρασία του
δ) «τετραγωνικό σύστημα»
(κρυσταλλ.) μία από τις κύριες κατηγορίες δομών στις οποίες μπορεί να ταξινομηθεί ένα κρυσταλλικό στερεό
ε) «τετραγωνικό μυαλό» — λογικός και θετικός άνθρωπος.
επίρρ...
τετραγωνικώς / τετραγωνικῶς, ΝΜΑ, και τετραγωνικά Ν
με τετραγωνικό τρόπο.
Translations
square
Arabic: مُرَبَّع; Egyptian Arabic: مربع; Asturian: cuadráu; Bulgarian: квадратен; Catalan: quadrat; Czech: čtvercový; Danish: kvadratisk; Dutch: vierkant, vierkante; Esperanto: kvadrata; Farefare: wẽkɔ; Finnish: neliömäinen, neliskulmainen; French: carré; Galician: cadrado; German: quadratisch; Greek: τετράγωνος; Ancient Greek: τετράγωνος, τετραγωνικός, τετραγλώχις; Hungarian: négyszögletes; Icelandic: ferningslaga; Indonesian: kotak, segiempat; Irish: cearnógach; Italian: quadrato; Japanese: 四角い; Kannada: ಚೌಕ; Latin: quadratus, quadrus; Malay: segi empat sama; Norman: cârré; Norwegian Bokmål: kvadratisk, firkantet, firkanta; Nynorsk: kvadratisk, firkanta; Old English: fēowerecge, fēowerecgede, fēowerscȳte, fiþerscȳte; Polish: kwadratowy; Portuguese: quadrado; Romanian: pătrat; Russian: квадратный; Scottish Gaelic: ceàrnagach; Spanish: cuadrado; Swedish: kvadratisk, fyrkantig; Telugu: చతురస్ర; Walloon: cwåré, cwårêye