ἀκαταδίκαστος: Difference between revisions
From LSJ
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akatadikastos | |Transliteration C=akatadikastos | ||
|Beta Code=a)katadi/kastos | |Beta Code=a)katadi/kastos | ||
|Definition=ἀκαταδίκαστον, [[indemnatus]], ''Glossaria''. | |Definition=ἀκαταδίκαστον, [[not condemned]], [[not tried]], [[indemnatus]], ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 15:23, 14 June 2024
English (LSJ)
ἀκαταδίκαστον, not condemned, not tried, indemnatus, Glossaria.
Spanish (DGE)
-ον
no condenado, no juzgado, ἀναμάρτητος καὶ ἀ. Ath.Al.M.26.1105A, 1117C, indemnatus, Gloss.2.222.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαταδίκαστος: -ον, ὁ μὴ καταδικασθείς, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀκαταδίκαστος, -ον) καταδικάζω
αυτός που δεν έχει καταδικαστεί
νεοελλ.
1. αυτός που δεν μπορούν να τον καταδικάσουν
«οι παράφρονες είναι ακαταδίκαστοι»
2. εκείνος που δεν μπορούν να τον κατακρίνουν, ο άμεμπτος
«... ακαταδίκαστο κορμί πώς εκαταδικάστεις;».
German (Pape)
nicht verurteilt, Sp.