συνιστορέω: Difference between revisions
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=<i>mit [[davon]] od. [[darum]] [[wissen]]</i>, Men. bei Stob. und Sp. | |ptext=<i>mit [[davon]] od. [[darum]] [[wissen]]</i>, Men. bei Stob. und Sp. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[συνιστορέω]], ΜΑ [[ἱστορῶ]]<br />[[εξιστορώ]] [[επίσης]] κι εγώ (α. «... συνιστορεῖ καὶ Ἀθήναιος», <b>Ευστ.</b>, β. «ταῦτα γὰρ πρότερον συνιστορεῖν τοὺς εὑρόντας», Κλεάνθ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γνωρίζω]] καλά, έχω [[συνείδηση]] ενός πράγματος («ὁ συνιστορῶν αὐτῷ τι», Μέν.)<br /><b>2.</b> [[συνδέομαι]], έχω σχέσεις με κάποιον («συνίστορει κακοῖς», Βέττ.)<br /><b>3.</b> [[συνεργώ]] σε [[κάτι]] («συνιστορῶ φόνον», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αριθμώ]], [[μετρώ]] («συνιστορεῖ τὰ πλήθη τῶν ὑποστελλομένων», πάπ.)<br /><b>5.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ συνιστοροῦντες</i><br />οι συνεργοί. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:31, 15 June 2024
English (LSJ)
A know together, σ. αὑτῷ τι to be conscious of a thing, Men.632; ἑαυτῷ ὅτι..Aristeas 215; ἑαυτῷ κακὸν πεπραχότι Id.260, cf. PSI1.64.22 (i B.C.), Phld.Mus. p.84 K.: c. inf., Aristeas 243 (dub. l.).
2 σ. κακοῖς consort with.., Vett.Val.126.22; οἱ συνιστοροῦντες accomplices, Heph.Astr.3.37 in Cat.Cod.Astr.8(1).156.
3 c. acc., connive at, φόνον SIG985.22 (Philadelphia), cf. PSI8.901.12 (i A.D.).
II record as well, Cleanth.Stoic.1.133, Ptol.Geog.1.17.4, Eust.265.34.
2 reckon up, τὰ πλήθη τῶν ὑποστελλομένων PTeb. 24.51 (ii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
συνιστορέω: ὁμοῦ γινώσκω, σύνοιδα, σ. αὑτῷ τι, ἔχω συνείδησιν πράγματός τινος, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 86. ΙΙ. ἱστορῶ, διηγοῦμαι ὁμοῦ, Κλεάνθης παρ’ Ἀθην. 471Β, Πτολεμ. 1. 17, 5· ὡς δὲ καὶ ἀγελαῖοι ἐκαλοῦντό τινες ἄρτοι... συνιστορεῖ καὶ Ἀθήναιος Εὐστ. 265, 35.
Russian (Dvoretsky)
συνιστορέω: сознавать: ὁ συνιστορῶν αὑτῷ τι Men. сознающий за собой что-л.
German (Pape)
mit davon od. darum wissen, Men. bei Stob. und Sp.
Greek Monolingual
συνιστορέω, ΜΑ ἱστορῶ
εξιστορώ επίσης κι εγώ (α. «... συνιστορεῖ καὶ Ἀθήναιος», Ευστ., β. «ταῦτα γὰρ πρότερον συνιστορεῖν τοὺς εὑρόντας», Κλεάνθ.)
αρχ.
1. γνωρίζω καλά, έχω συνείδηση ενός πράγματος («ὁ συνιστορῶν αὐτῷ τι», Μέν.)
2. συνδέομαι, έχω σχέσεις με κάποιον («συνίστορει κακοῖς», Βέττ.)
3. συνεργώ σε κάτι («συνιστορῶ φόνον», επιγρ.)
4. αριθμώ, μετρώ («συνιστορεῖ τὰ πλήθη τῶν ὑποστελλομένων», πάπ.)
5. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ συνιστοροῦντες
οι συνεργοί.