μεταφύομαι: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
mNo edit summary |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metafyomai | |Transliteration C=metafyomai | ||
|Beta Code=metafu/omai | |Beta Code=metafu/omai | ||
|Definition=Med., c. aor. 2 Act. | |Definition=Med., c. aor. 2 Act. μετέφῡν: pf. πέφῡκα:—<br><span class="bld">A</span> [[become by change]], ἀλλοῖοι μετέφυν Emp.108.1, cf. Hierocl ''in CA'' 20p.462M.; ἀνδρῶν ὅσοι δειλοὶ [ἦσαν] γυναῖκες μετεφύοντο ἐν τῇ δευτέρα γενέσει Pl. ''Ti.''90e; [[Εὔφορβος]] γεγονέναι μεταφῦναί τε Ἴων ἐκ Τρωός Philostr.''Her.'' 17.<br><span class="bld">2</span> [[grow after]], οἱ μεταφύντες (''[[sc.]]'' [[ὀδούς|ὀδόντες]]) Hp.''Carn.'' 12 (μεταφύοντες codd., [[varia lectio|v.l.]] μεταφυέοντες, fort. μεταφυέντες). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μεταφύομαι:''' (aor. 2 μέτεφυν) перерождаться, становиться, превращаться (ἐν τῇ δευτέρᾳ γενέσει Plat.). | |elrutext='''μεταφύομαι:''' (aor. 2 μέτεφυν) [[перерождаться]], [[становиться]], [[превращаться]] (ἐν τῇ δευτέρᾳ γενέσει Plat.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 09:40, 22 June 2024
English (LSJ)
Med., c. aor. 2 Act. μετέφῡν: pf. πέφῡκα:—
A become by change, ἀλλοῖοι μετέφυν Emp.108.1, cf. Hierocl in CA 20p.462M.; ἀνδρῶν ὅσοι δειλοὶ [ἦσαν] γυναῖκες μετεφύοντο ἐν τῇ δευτέρα γενέσει Pl. Ti.90e; Εὔφορβος γεγονέναι μεταφῦναί τε Ἴων ἐκ Τρωός Philostr.Her. 17.
2 grow after, οἱ μεταφύντες (sc. ὀδόντες) Hp.Carn. 12 (μεταφύοντες codd., v.l. μεταφυέοντες, fort. μεταφυέντες).
Russian (Dvoretsky)
μεταφύομαι: (aor. 2 μέτεφυν) перерождаться, становиться, превращаться (ἐν τῇ δευτέρᾳ γενέσει Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
μεταφύομαι: μέσ. μετ’ ἀορ. β΄ μετέφῡν, ἀπαρ. -φῦναι· πρκμ. -πέφῡκα· - γίνομαι... διὰ μεταβολῆς, μετατρέπομαι εἰς..., ἀλλοῖοι μετέφυν Ἐμπεδ. 376· ἀνδρῶν ὅσοι δειλοὶ [ἦσαν] γυναῖκες μετεφύοντο, μετεβάλλοντο εἰς γυναῖκας, Πλάτ. Τίμ. 90Ε. 2) φύομαι μετὰ ταῦτα, «φυτρώνω» κατόπιν, οἱ μεταφύντες (δηλ. ὀδόντες) Ἱππ. 251. 54.
Greek Monolingual
μεταφύομαι (Α)
1. γίνομαι με μεταβολή, μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι σε κάτι άλλο
2. φυτρώνω κατόπιν.