ἐξαιρέσιμος: Difference between revisions
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
m (Text replacement - "Ueber" to "Über") |
mNo edit summary |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksairesimos | |Transliteration C=eksairesimos | ||
|Beta Code=e)caire/simos | |Beta Code=e)caire/simos | ||
|Definition= | |Definition=ἐξαιρέσιμον, ([[ἐξαιρέω]]) [[that can be taken out]], <b class="b3">ἡμέραι ἐξαιρέσιμοι</b> days [[taken out of the calendar]], Arist.''Oec.''1351b15, cf. Cic.''Verr.''2.2.52.129. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[que se quita]], [[que se extrae]] o [[que se suprime]] ref. a días suprimidos del calendario en diversos ciclos οὐδὲ γίνεται ἐ. ἡ τριακὰς διὰ παντός, ἀλλ' ἡ διὰ τῶν ξ̅γ̅ ἡμερῶν πίπτουσα ἐ. λέγεται no resulta suprimido siempre el (día) treinta (del mes), sino que al que cae cada 63 días se le llama «extraído»</i> Gem.8.56, cf. 55, Arist.<i>Oec</i>.1351<sup>b</sup>15, Cic.2<i>Verr</i>.2.129, λίθος Str.17.1.33, cf. Eust.210.3. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0863.png Seite 863]] herauszunehmen, ἡμέραι Arist. oec. 2, 29; im | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0863.png Seite 863]] herauszunehmen, ἡμέραι Arist. oec. 2, 29; im <span class="ggns">Gegensatz</span> der Schalttage, die man ausfallen läßt, um die Zeitrechnung mit dem Laufe der Sonne u. des Mondes in Übereinstimmung zu bringen, Cic. Verr. 2, 52. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξαιρέσιμος:''' [[подлежащий устранению]]: ἐξαιρέσιμοι ἡμέραι Arst. избыточные дни (которые исключались для приведения лунного года в соответствие с солнечным). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξαιρέσιμος''': -ον, ([[ἐξαιρέω]]) ὁ ἐξαιρούμενος, ἐξαιρέσιμοι ἡμέραι, αἱ ἀφαιρούμεναι ἀπὸ τοῦ ἡμερολογίου (ὡς ἐποίει ὁ Μέτων ἀφαιρῶν ἀνὰ μίαν ἡμέραν ἐκ τῶν ἕξ μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ [[ὅπως]] ἐπενέγκῃ συμφωνίαν μεταξὺ τοῦ ἡλιακοῦ καὶ τοῦ σεληνιακοῦ ἔτους), Ἀριστ. Οἰκ. 2. 30, 3˙ ἴδε Cic. Verr. 2. 2, 52, Clinton F. H. 2. s. 339, κἑξ. Ἴδε [[ἐμβόλιμος]]. | |lstext='''ἐξαιρέσιμος''': -ον, ([[ἐξαιρέω]]) ὁ ἐξαιρούμενος, ἐξαιρέσιμοι ἡμέραι, αἱ ἀφαιρούμεναι ἀπὸ τοῦ ἡμερολογίου (ὡς ἐποίει ὁ Μέτων ἀφαιρῶν ἀνὰ μίαν ἡμέραν ἐκ τῶν ἕξ μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ [[ὅπως]] ἐπενέγκῃ συμφωνίαν μεταξὺ τοῦ ἡλιακοῦ καὶ τοῦ σεληνιακοῦ ἔτους), Ἀριστ. Οἰκ. 2. 30, 3˙ ἴδε Cic. Verr. 2. 2, 52, Clinton F. H. 2. s. 339, κἑξ. Ἴδε [[ἐμβόλιμος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐξαιρέσιμος]], -ον) [[εξαιρώ]]<br />αυτός που εξαιρείται ή που μπορεί να εξαιρεθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει ουσιαστικούς λόγους για να εξαιρεθεί («[[ἐξαιρέσιμος]] [[νεοσύλλεκτος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εξαιρέσιμη [[ημέρα]]» — μη εργάσιμη, [[αργία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐξαιρέσιμοι ἡμέραι» — αυτές που εξαιρούνται από το [[ημερολόγιο]] για να υπάρχει [[συμφωνία]] [[μεταξύ]] ηλιακού και σεληνιακού έτους. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἐξαιρέσιμος]], -ον) [[εξαιρώ]]<br />αυτός που εξαιρείται ή που μπορεί να εξαιρεθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει ουσιαστικούς λόγους για να εξαιρεθεί («[[ἐξαιρέσιμος]] [[νεοσύλλεκτος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εξαιρέσιμη [[ημέρα]]» — μη εργάσιμη, [[αργία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐξαιρέσιμοι ἡμέραι» — αυτές που εξαιρούνται από το [[ημερολόγιο]] για να υπάρχει [[συμφωνία]] [[μεταξύ]] ηλιακού και σεληνιακού έτους. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:54, 27 June 2024
English (LSJ)
ἐξαιρέσιμον, (ἐξαιρέω) that can be taken out, ἡμέραι ἐξαιρέσιμοι days taken out of the calendar, Arist.Oec.1351b15, cf. Cic.Verr.2.2.52.129.
Spanish (DGE)
-ον
que se quita, que se extrae o que se suprime ref. a días suprimidos del calendario en diversos ciclos οὐδὲ γίνεται ἐ. ἡ τριακὰς διὰ παντός, ἀλλ' ἡ διὰ τῶν ξ̅γ̅ ἡμερῶν πίπτουσα ἐ. λέγεται no resulta suprimido siempre el (día) treinta (del mes), sino que al que cae cada 63 días se le llama «extraído» Gem.8.56, cf. 55, Arist.Oec.1351b15, Cic.2Verr.2.129, λίθος Str.17.1.33, cf. Eust.210.3.
German (Pape)
[Seite 863] herauszunehmen, ἡμέραι Arist. oec. 2, 29; im Gegensatz der Schalttage, die man ausfallen läßt, um die Zeitrechnung mit dem Laufe der Sonne u. des Mondes in Übereinstimmung zu bringen, Cic. Verr. 2, 52.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαιρέσιμος: подлежащий устранению: ἐξαιρέσιμοι ἡμέραι Arst. избыточные дни (которые исключались для приведения лунного года в соответствие с солнечным).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαιρέσιμος: -ον, (ἐξαιρέω) ὁ ἐξαιρούμενος, ἐξαιρέσιμοι ἡμέραι, αἱ ἀφαιρούμεναι ἀπὸ τοῦ ἡμερολογίου (ὡς ἐποίει ὁ Μέτων ἀφαιρῶν ἀνὰ μίαν ἡμέραν ἐκ τῶν ἕξ μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ ὅπως ἐπενέγκῃ συμφωνίαν μεταξὺ τοῦ ἡλιακοῦ καὶ τοῦ σεληνιακοῦ ἔτους), Ἀριστ. Οἰκ. 2. 30, 3˙ ἴδε Cic. Verr. 2. 2, 52, Clinton F. H. 2. s. 339, κἑξ. Ἴδε ἐμβόλιμος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐξαιρέσιμος, -ον) εξαιρώ
αυτός που εξαιρείται ή που μπορεί να εξαιρεθεί
νεοελλ.
1. αυτός που έχει ουσιαστικούς λόγους για να εξαιρεθεί («ἐξαιρέσιμος νεοσύλλεκτος»)
2. φρ. «εξαιρέσιμη ημέρα» — μη εργάσιμη, αργία
αρχ.
φρ. «ἐξαιρέσιμοι ἡμέραι» — αυτές που εξαιρούνται από το ημερολόγιο για να υπάρχει συμφωνία μεταξύ ηλιακού και σεληνιακού έτους.