αριστοφάνειος: Difference between revisions
Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α ἀριστοφάνειος, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Αριστοφάνη<br /><b>2.</b> ο [[σκωπτικός]], ο [[αθυρόστομος]], ο [[βωμολόχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />«ἀριστοφάνειον [[μέτρον]]» — το αναπαιστικό τετράμετρο. | |mltxt=-α, -ο (Α [[ἀριστοφάνειος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Αριστοφάνη<br /><b>2.</b> ο [[σκωπτικός]], ο [[αθυρόστομος]], ο [[βωμολόχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />«ἀριστοφάνειον [[μέτρον]]» — το αναπαιστικό τετράμετρο. | ||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml |
Revision as of 15:56, 27 June 2024
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἀριστοφάνειος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Αριστοφάνη
2. ο σκωπτικός, ο αθυρόστομος, ο βωμολόχος
αρχ.
«ἀριστοφάνειον μέτρον» — το αναπαιστικό τετράμετρο.
Translations
Aristophanean
Czech: aristofanovský, aristofanský; French: aristophanien, aristophanique; German: aristophanisch; Greek: αριστοφανικός, αριστοφάνειος; Ancient Greek: Ἀριστοφάνειος; Hungarian: arisztophanészi; Italian: aristofaneo, aristofanio; Portuguese: aristofânico, aristofanesco; Spanish: de Aristófanes, aristofánico