δυσανασχετέω: Difference between revisions

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "ἐπί τινι" to "ἐπί τινι")
 
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσανασχετέω:''' μέλ. <i>δυσανασχετήσω</i>, [[υποφέρω]] με [[δυσκολία]], [[φέρω]] [[βαρέως]], Λατ. [[aegre]] ferre, σε Θουκ.· είμαι [[πολύ]] εξοργισμένος, αγανακτισμένος, [[αδημονώ]], [[ἐπί]] τινι, σε Πλούτ.
|lsmtext='''δυσανασχετέω:''' μέλ. <i>δυσανασχετήσω</i>, [[υποφέρω]] με [[δυσκολία]], [[φέρω]] [[βαρέως]], Λατ. [[aegre]] ferre, σε Θουκ.· είμαι [[πολύ]] εξοργισμένος, αγανακτισμένος, [[αδημονώ]], ἐπί τινι, σε Πλούτ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσανασχετέω]], fut. δυσανασχτήσω<br />to [[bear]] [[ill]], Lat. [[aegre ferre]], Thuc.: to be [[greatly]] [[vex]]ed, ἐπί τινι Plut. from [[δυσανάσχετος]]
|mdlsjtxt=[[δυσανασχετέω]], fut. δυσανασχτήσω<br />to [[bear]] [[ill]], Lat. [[aegre ferre]], Thuc.: to be [[greatly]] [[vex]]ed, ἐπί τινι Plut. from [[δυσανάσχετος]]
}}
}}

Latest revision as of 06:20, 28 June 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσανασχετέω Medium diacritics: δυσανασχετέω Low diacritics: δυσανασχετέω Capitals: ΔΥΣΑΝΑΣΧΕΤΕΩ
Transliteration A: dysanaschetéō Transliteration B: dysanascheteō Transliteration C: dysanascheteo Beta Code: dusanasxete/w

English (LSJ)

bear ill, Th.7.71; to be greatly vexed, ἐπί τινι, πρός τι, Plu.Cam.35, Plb.16.12.5; περί τινος Phalar.Ep.37; τοῖς γενομένοις J.AJ13.16.2: abs., Eus.Mynd.59, Aët.8.44.

Spanish (DGE)

• Morfología: [impf. δυσηνησχέτουν Hdn.Epim.281]
I soportar mal τὰ γιγνόμενα Th.7.71, τὴν τριβήν Plu.Sert.16.
II intr.
1 pasarlo mal δυσανασχετεῖ καὶ ξενοπαθεῖ del alma, Plu.2.607e, cf. Philostr.Ep.63, Eus.Mynd.59
ref. a un enfermo sufrir, sentirse mal χρόνον ... ἐφ' ὅσον ὁ πάσχων μὴ δυσανασχετῇ Aët.8.44.
2 c. rég. prep. enojarse πρὸς τὰς τοιαύτας ἀποφάσεις τῶν ἱστοριογράφων Plb.16.12.5, πρὸς τὴν ἀνατριβήν Plu.Ant.65, περὶ μοίρας ἢ θανάτου Phalar.Ep.37, ἐπὶ τῇ βλάβῃ Ph.2.461, ἐπὶ τοῖς γεγενημένοις Plu.Cam.35
tb. c. dat. τοῖς γινομένοις I.AI 13.411
abs. contenerse con dificultad δυσανασχετήσαντες ἐμέλλησαν αὐτὸν ἀνελεῖν Ph.2.167.

German (Pape)

[Seite 675] etwas übel aufnehmen, es unerträglich finden; τὰ γιγνόμενα Thuc. 7, 71; Folgende, bes. Dion. Hal. öfter; unwillig werden, zürnen, ἐπί τινι, Nic. Damasc. 53; Plut. Camill. 55; πρός τι, frgm. 6, 3; περί τινος, Sp.; τινί, Clem. Al. p. 2 b.

French (Bailly abrégé)

δυσανασχετῶ :
seul. prés. et ao.
1 supporter avec peine, acc.;
2 être mécontent ou être indigné.
Étymologie: δυσ-, ἀνέχω.

Russian (Dvoretsky)

δυσανασχετέω:
1 с трудом переносить, находить невыносимым (τι Thuc., Plut.);
2 быть недовольным, негодовать или сетовать (πρός τι Polyb., Plut. и ἐπί τινι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσανασχετέω: μετὰ δυσκολίας ὑποφέρω, βαρέως φέρω, Λατ. aegre ferre, τι Θουκ. 7. 71· μεγάλως στενοχωροῦμαι, ἀδημονῶ, ἐπί τινι ἢ πρός τι Πλούτ. Καμ. 35, Πολύβ. 16. 12, 5· περί τινος Φάλαρ. Ἐπ. 115.

Greek Monotonic

δυσανασχετέω: μέλ. δυσανασχετήσω, υποφέρω με δυσκολία, φέρω βαρέως, Λατ. aegre ferre, σε Θουκ.· είμαι πολύ εξοργισμένος, αγανακτισμένος, αδημονώ, ἐπί τινι, σε Πλούτ.

Middle Liddell

δυσανασχετέω, fut. δυσανασχτήσω
to bear ill, Lat. aegre ferre, Thuc.: to be greatly vexed, ἐπί τινι Plut. from δυσανάσχετος