ἰσχυροπράγμων: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(7) |
m (Text replacement - "muthig" to "mutig") |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ischyropragmon | |Transliteration C=ischyropragmon | ||
|Beta Code=i)sxuropra/gmwn | |Beta Code=i)sxuropra/gmwn | ||
|Definition= | |Definition=ἰσχυροπράγμον, gen. ονος, [[doing mighty deeds]], Paul.Al.''O.''1; ''Glossaria'' on [[ὀβριμοεργός]], Sch.D Il.5.403. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1273.png Seite 1273]] ονος, starke, mutige Taten verrichtend, Erkl. von [[ὀβριμοεργός]], Schol. Il. 5, 403. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἰσχυροπράγμων''': -ον, ὁ ἰσχυρά, μεγάλα ἔργα πράττων, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ Ὁμηρικοῦ [[ὀβριμοεργός]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 403, Παῦλ. Ἀλεξ. Ἀποτελεσμ. 53, 8. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰσχυροπράγμων]] -ον (Α)<br />αυτός που κάνει μεγάλα έργα, που κατορθώνει μεγάλες, ανδρείες πράξεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχυρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πράγμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πράγμα]]), [[πρβλ]]. [[μεγαλοπράγμων]], [[πολυπράγμων]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:33, 28 June 2024
English (LSJ)
ἰσχυροπράγμον, gen. ονος, doing mighty deeds, Paul.Al.O.1; Glossaria on ὀβριμοεργός, Sch.D Il.5.403.
German (Pape)
[Seite 1273] ονος, starke, mutige Taten verrichtend, Erkl. von ὀβριμοεργός, Schol. Il. 5, 403.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχυροπράγμων: -ον, ὁ ἰσχυρά, μεγάλα ἔργα πράττων, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ Ὁμηρικοῦ ὀβριμοεργός, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 403, Παῦλ. Ἀλεξ. Ἀποτελεσμ. 53, 8.
Greek Monolingual
ἰσχυροπράγμων -ον (Α)
αυτός που κάνει μεγάλα έργα, που κατορθώνει μεγάλες, ανδρείες πράξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -πράγμων (< πράγμα), πρβλ. μεγαλοπράγμων, πολυπράγμων].