σκιαδοφόρος: Difference between revisions
(6_12) |
mNo edit summary |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=σκιαδοφόρος | |||
|Medium diacritics=σκιαδοφόρος | |||
|Low diacritics=σκιαδοφόρος | |||
|Capitals=ΣΚΙΑΔΟΦΟΡΟΣ | |||
|Transliteration A=skiadophóros | |||
|Transliteration B=skiadophoros | |||
|Transliteration C=skiadoforos | |||
|Beta Code=skiadofo/ros | |||
|Definition=v. [[σκιαδηφόρος]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκιαδοφόρος''': ἴδε ἐν λέξ. [[σκιαδηφόρος]]. | |lstext='''σκιαδοφόρος''': ἴδε ἐν λέξ. [[σκιαδηφόρος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο / [[σκιαδοφόρος]], -ον, ΝΑ, θηλ. και [[σκιαδιοφόρος]] Ν, και [[σκιαδηφόρος]] Α<br />αυτός που κρατά [[σκιάδιο]], [[δηλαδή]] [[ομπρέλα]] για τον ήλιο<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[σκιαδοφόρα]]<br /><b>βοτ.</b> [[οικογένεια]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της τάξης [[κορνώδη]], με 275 [[περίπου]] γένη και 2.850 [[περίπου]] είδη, κύριο χαρακτηριστικό τών οποίων [[είναι]] η [[διάταξη]] τών ανθέων τους σε απλά ή [[σύνθετα]] σκιάδια, αλλ. απιίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκιερός]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>αἱ σκιαδοφόροι</i><br />[[χαρακτηρισμός]] τών θυγατέρων τών μετοίκων οι οποίες ονομάστηκαν [[έτσι]] [[επειδή]] έφεραν σκιάδια για να κάνουν [[σκιά]] στις κανηφόρους ιέρειες [[κατά]] την [[πομπή]] τών Παναθηναίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκιάς]], -[[άδος]] / [[σκιάδιο]](<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[shady]]=== | |||
Bulgarian: засенчен; Czech: stinný; English: [[shady]], [[umbrageous]]; Finnish: varjoisa, varjoinen; French: [[ombragé]]; Friulian: ombrôs; Galician: sombrizo; German: [[schattig]]; Greek: [[σκιερός]], [[σκιώδης]]; Ancient Greek: [[δάσκιος]], [[ἐπηλύγαιος]], [[ἐπίσκιος]], [[κατάσκιος]], [[σκιαδηφόρος]], [[σκιαδοφόρος]], [[σκιακός]], [[σκιερός]], [[σκιόεις]], [[σκιώδης]], [[σκοιός]], [[σύσκιος]], [[ὑπόσκιος]]; Irish: foscúil, scáthach; Italian: [[ombroso]], [[ombreggiato]]; Kurdish Central Kurdish: سێبەردار; Latin: [[opacus]]; Old English: gesceadlīc, sceadiht; Ottoman Turkish: گولگهلو; Portuguese: [[sombroso]], [[umbroso]]; Romanian: umbros; Serbo-Croatian: sjenovit; Spanish: [[umbroso]]; Turkish: gölgeli; Vietnamese: râm | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:33, 20 September 2024
English (LSJ)
v. σκιαδηφόρος.
Greek (Liddell-Scott)
σκιαδοφόρος: ἴδε ἐν λέξ. σκιαδηφόρος.
Greek Monolingual
-α, -ο / σκιαδοφόρος, -ον, ΝΑ, θηλ. και σκιαδιοφόρος Ν, και σκιαδηφόρος Α
αυτός που κρατά σκιάδιο, δηλαδή ομπρέλα για τον ήλιο
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σκιαδοφόρα
βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της τάξης κορνώδη, με 275 περίπου γένη και 2.850 περίπου είδη, κύριο χαρακτηριστικό τών οποίων είναι η διάταξη τών ανθέων τους σε απλά ή σύνθετα σκιάδια, αλλ. απιίδες
αρχ.
1. σκιερός
2. (το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ σκιαδοφόροι
χαρακτηρισμός τών θυγατέρων τών μετοίκων οι οποίες ονομάστηκαν έτσι επειδή έφεραν σκιάδια για να κάνουν σκιά στις κανηφόρους ιέρειες κατά την πομπή τών Παναθηναίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιάς, -άδος / σκιάδιο(ν) + -φόρος].
Translations
shady
Bulgarian: засенчен; Czech: stinný; English: shady, umbrageous; Finnish: varjoisa, varjoinen; French: ombragé; Friulian: ombrôs; Galician: sombrizo; German: schattig; Greek: σκιερός, σκιώδης; Ancient Greek: δάσκιος, ἐπηλύγαιος, ἐπίσκιος, κατάσκιος, σκιαδηφόρος, σκιαδοφόρος, σκιακός, σκιερός, σκιόεις, σκιώδης, σκοιός, σύσκιος, ὑπόσκιος; Irish: foscúil, scáthach; Italian: ombroso, ombreggiato; Kurdish Central Kurdish: سێبەردار; Latin: opacus; Old English: gesceadlīc, sceadiht; Ottoman Turkish: گولگهلو; Portuguese: sombroso, umbroso; Romanian: umbros; Serbo-Croatian: sjenovit; Spanish: umbroso; Turkish: gölgeli; Vietnamese: râm