Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Μόρυχος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
mNo edit summary
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Morychos
|Transliteration C=Morychos
|Beta Code=&#42;mo/ruxos
|Beta Code=&#42;mo/ruxos
|Definition=ὁ, epith. of dionysus in Sicily, from <b class="b3">μορύσσω</b>, because his face was <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[smeared]] with wine lees at the vintage: prov., μωρότερος Μορύχου <span class="bibl">Sophr.94</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> as Adj. only in Adv. Comp. <b class="b3">μορυχώτερον</b> <b class="b2">more obscurely</b>, v. l. in <span class="bibl">Arist.<span class="title">Metaph.</span>987a10</span>, cf. Alex.Aphr. ad 10 c.</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">1</span> [[Morychus]], [[epithet]] of [[Dionysus]] in Sicily, from [[μορύσσω]], because his face was [[smeared]] with [[wine]] [[lees]] at the [[vintage]]: [[proverb|prov.]], [[μωρότερος Μορύχου]] Sophr.94.<br><span class="bld">2</span> as adjective only in Adv. Comp. [[μορυχώτερον]] = [[more obscurely]], [[varia lectio|v.l.]] in [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''987a10, cf. Alex.Aphr. ad 10 c.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Μόρυχος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[προσωνυμία]] του θεού Διονύσου στη [[Σικελία]], [[επειδή]] [[κατά]] την [[εποχή]] του τρυγητού άλειφαν το πρόσωπό του με χυμό σταφυλιών ή με [[κατακάθι]] κρασιού<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «μωρότερος Μορύχου» — [[πάρα]] πολύ [[κουτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[μορύσσω]].
|mltxt=[[Μόρυχος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[προσωνυμία]] του θεού Διονύσου στη [[Σικελία]], [[επειδή]] [[κατά]] την [[εποχή]] του τρυγητού άλειφαν το πρόσωπό του με χυμό σταφυλιών ή με [[κατακάθι]] κρασιού<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «μωρότερος Μορύχου» — [[πάρα]] πολύ [[κουτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Βλ. λ. [[μορύσσω]].
}}
}}

Latest revision as of 10:08, 22 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μόρῠχος Medium diacritics: Μόρυχος Low diacritics: Μόρυχος Capitals: ΜΟΡΥΧΟΣ
Transliteration A: Mórychos Transliteration B: Morychos Transliteration C: Morychos Beta Code: *mo/ruxos

English (LSJ)

ὁ,
1 Morychus, epithet of Dionysus in Sicily, from μορύσσω, because his face was smeared with wine lees at the vintage: prov., μωρότερος Μορύχου Sophr.94.
2 as adjective only in Adv. Comp. μορυχώτερον = more obscurely, v.l. in Arist.Metaph.987a10, cf. Alex.Aphr. ad 10 c.

Greek (Liddell-Scott)

Μόρῠχος: ὁ, ἐπίθ. τοῦ Διονύσου ἐν Σικελίᾳ, ἐκ τοῦ μορύσσω, ἐπειδὴ κατὰ τὸν τρυγητὸν ἤλειφον τὸ πρόσωπον αὐτοῦ διὰ τρυγὸς οἴνου, Σουΐδ.

Greek Monolingual

Μόρυχος, ὁ (Α)
1. προσωνυμία του θεού Διονύσου στη Σικελία, επειδή κατά την εποχή του τρυγητού άλειφαν το πρόσωπό του με χυμό σταφυλιών ή με κατακάθι κρασιού
2. παροιμ. «μωρότερος Μορύχου» — πάρα πολύ κουτός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. λ. μορύσσω.