ἀργυροδίνης: Difference between revisions
(3) |
mNo edit summary |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=argyrodinis | |Transliteration C=argyrodinis | ||
|Beta Code=a)rgurodi/nhs | |Beta Code=a)rgurodi/nhs | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῑ], ου, Dor. [[ἀργυροδίνας]], α, ὁ, ([[δίνη]]) [[silver-eddying]], [[epithet]] of [[river]]s, Il.2.753, 21.8,130, Hes.Th.340, B.7.48, Call.Cer.13,Epic.Alex. Adesp.5, Nonn.D.19.304; late Prose, Philostr.VS2.1.14. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἀργῠροδίνης) -ου, ὁ<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῑ-]<br /><b class="num">• Morfología:</b> [dór. gen. sg. -α B.8.26, ac. sg. -αν Call.<i>Cer</i>.13; ép. gen. sg. -α Panyas.31; jón. gen. sg. -εω Hes.<i>Fr</i>.26.19, dat. sg. -εϊ Triph.98]<br /><b class="num">1</b> [[de remolinos de plata]] de ríos <i>Il</i>.2.753, 21.8, 130, Hes.<i>Th</i>.340, <i>Fr</i>.26.19, B.l.c., 12.42, Panyas.l.c., Call.l.c., <i>Epic.Alex.Adesp</i>.5, D.P.433, Nonn.<i>D</i>.19.306, Philostr.<i>VS</i> 564.<br /><b class="num">2</b> [[que tiene incrustaciones de plata]] κολλήσας ἐλέφαντι καὶ ἀργυροδίνεϊ χαλκῷ Triph.l.c. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />[[qui roule des flots d'argent]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[δινέω]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=([[δίνη]]), ὁ, <i>[[silberstrudelnd]]</i>, [[Beiwort]] von Flüssen, des Peneos <i>Il</i>. 2.753, des Xanthos 21.8, 130. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀργῠροδίνης:''' ου (ῑ) adj. m катящий серебряные воды ([[Πηνειός]] Hom.; [[Ἀχελώϊος]] Hes.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀργῠροδίνης''': [ῑ], -ου, ὁ, ([[δίνη]]) ὁ ἀρχυροχρόους δίνας δηλ. ῥεύματα ἔχων, οὐδ’ ὅγε Πηνειῷ συμμίσγεται ἀργυροδίνῃ, «λαμπρὰ καὶ καλὰ ῥεύματα ἔχοντι δῖναι γὰρ αἱ τῶν ὑδάτων συστροφαί», (Σχόλ.) Ἰλ. Β. 753., Φ. 8, 130, Ἡσ. Θ. 340, κτλ.· πρβλ. Νόνν. Δ. 19. 304. | |lstext='''ἀργῠροδίνης''': [ῑ], -ου, ὁ, ([[δίνη]]) ὁ ἀρχυροχρόους δίνας δηλ. ῥεύματα ἔχων, οὐδ’ ὅγε Πηνειῷ συμμίσγεται ἀργυροδίνῃ, «λαμπρὰ καὶ καλὰ ῥεύματα ἔχοντι δῖναι γὰρ αἱ τῶν ὑδάτων συστροφαί», (Σχόλ.) Ἰλ. Β. 753., Φ. 8, 130, Ἡσ. Θ. 340, κτλ.· πρβλ. Νόνν. Δ. 19. 304. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[δίνη]]): [[silver]]-eddying; | |auten=([[δίνη]]): [[silver]]-eddying; [[epithet]] of rivers. (Il.) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀργῠροδίνης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[δίνη]]), αυτός που έχει δίνες, δηλ. ρεύματα, στο [[χρώμα]] του ασημιού, λέγεται για ποταμούς, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἀργῠροδίνης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[δίνη]]), αυτός που έχει δίνες, δηλ. ρεύματα, στο [[χρώμα]] του ασημιού, λέγεται για ποταμούς, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἄργυρος]], [[δίνη]]<br />[[silver]]-eddying, of rivers, Il. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 08:27, 26 September 2024
English (LSJ)
[ῑ], ου, Dor. ἀργυροδίνας, α, ὁ, (δίνη) silver-eddying, epithet of rivers, Il.2.753, 21.8,130, Hes.Th.340, B.7.48, Call.Cer.13,Epic.Alex. Adesp.5, Nonn.D.19.304; late Prose, Philostr.VS2.1.14.
Spanish (DGE)
(ἀργῠροδίνης) -ου, ὁ
• Prosodia: [-ῑ-]
• Morfología: [dór. gen. sg. -α B.8.26, ac. sg. -αν Call.Cer.13; ép. gen. sg. -α Panyas.31; jón. gen. sg. -εω Hes.Fr.26.19, dat. sg. -εϊ Triph.98]
1 de remolinos de plata de ríos Il.2.753, 21.8, 130, Hes.Th.340, Fr.26.19, B.l.c., 12.42, Panyas.l.c., Call.l.c., Epic.Alex.Adesp.5, D.P.433, Nonn.D.19.306, Philostr.VS 564.
2 que tiene incrustaciones de plata κολλήσας ἐλέφαντι καὶ ἀργυροδίνεϊ χαλκῷ Triph.l.c.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui roule des flots d'argent.
Étymologie: ἄργυρος, δινέω.
German (Pape)
(δίνη), ὁ, silberstrudelnd, Beiwort von Flüssen, des Peneos Il. 2.753, des Xanthos 21.8, 130.
Russian (Dvoretsky)
ἀργῠροδίνης: ου (ῑ) adj. m катящий серебряные воды (Πηνειός Hom.; Ἀχελώϊος Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠροδίνης: [ῑ], -ου, ὁ, (δίνη) ὁ ἀρχυροχρόους δίνας δηλ. ῥεύματα ἔχων, οὐδ’ ὅγε Πηνειῷ συμμίσγεται ἀργυροδίνῃ, «λαμπρὰ καὶ καλὰ ῥεύματα ἔχοντι δῖναι γὰρ αἱ τῶν ὑδάτων συστροφαί», (Σχόλ.) Ἰλ. Β. 753., Φ. 8, 130, Ἡσ. Θ. 340, κτλ.· πρβλ. Νόνν. Δ. 19. 304.
English (Autenrieth)
(δίνη): silver-eddying; epithet of rivers. (Il.)
Greek Monolingual
ἀργυροδίνης, ο (Α)
(επίθ. ποταμών) αυτός που σχηματίζει ασημένιες δίνες στα νερά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + δίνη «στρόβιλος»].
Greek Monotonic
ἀργῠροδίνης: [ῑ], -ου, ὁ (δίνη), αυτός που έχει δίνες, δηλ. ρεύματα, στο χρώμα του ασημιού, λέγεται για ποταμούς, σε Ομήρ. Ιλ.