ἔγχυτος: Difference between revisions
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
(2) |
m (1 revision imported) |
||
(16 intermediate revisions by 2 users not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=egchytos | |Transliteration C=egchytos | ||
|Beta Code=e)/gxutos | |Beta Code=e)/gxutos | ||
|Definition= | |Definition=[[ἔγχυτον]],<br><span class="bld">A</span> [[poured in]], [[infused]], Aret.''CD''2.3; [[ἔγχυτον]], τό, [[injection]], Hp.''Mul.''1.34, Apollon. ap. Gal.12.582.<br><span class="bld">II</span> [[ἔγχυτος]] (''[[sc.]]'' [[πλακοῦς]]), ὁ, [[cake cast into a shape]], Hippon.37, Men.518.9, Euang.1.7:—also [[ἐγχυτοῦς|ἐγχῠτοῦς]], ὁ, ''Glossaria''<br><span class="bld">2</span> [[ἔγχυτον]], τό, = [[ἔγχυμα]], [[infusion]], Aret.''CA'' 2.10. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἔγχῠτος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[apto para ser instilado]], [[inyectable]] medic. ἔγχυτον χηνὸς [[ἄλειφα]] ξὺν ἐλαίῳ Hp.<i>Mul</i>.1.34, φάρμακα Apollon. en Gal.12.647, κυκλαμίνου χυλὸς ἔγχυτος ἐς τὴν ῥῖνα Aret.<i>CD</i> 1.3.3, ὑγρὸν δὲ γίγνεται κάρτα ὡς ἔγχυτον Aret.<i>CD</i> 1.2.6<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ ἔγχυτον]] = [[inyectable]] o [[irrigación]] ἀτὰρ ἢν δὲ ἔγχυτον ἐκ τῶνδε ξυστῇ, ἐγχεῖν τῇ ὑστέρῃ Aret.<i>CA</i> 2.10.4, πρὸς ὀδονταλγίαν ἔγχυτα ἐς τὴν ῥῖνα Apollon. en Gal.12.582, cf. 615, 865.<br /><b class="num">2</b> subst. ὁ ἔγχυτος cierto [[pastel relleno o con un baño]] para las fiestas Targelias, Hippon.108.49, ὁ μάγειρος γὰρ ἐγχύτους ποιεῖ Men.<i>Fr</i>.409.9, θρῖα, τυρόν, ἐγχύτους Euang.1.7, hecho con queso, Chrysipp.Tyan. en Ath.647d, cf. [[ἔγχουτος]], [[ἔγχυμα]]. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0714.png Seite 714]] eingegossen, einzugießen; Medic. τὰ ἔγχυτα, = ἐγχύματα; – ὁ [[ἔγχυτος]], sc. πλακοῦς, ein in eine Form gegossener Kuchen, com. bei Ath. XIV, 644 d 647 d. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0714.png Seite 714]] [[eingegossen]], [[einzugießen]]; Medic. τὰ ἔγχυτα, = ἐγχύματα; – ὁ [[ἔγχυτος]], ''[[sc.]]'' [[πλακοῦς]], ein in eine Form gegossener Kuchen, com. bei Ath. XIV, 644 d 647 d. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔγχῠτος:''' ὁ (sc. [[πλακοῦς]]) [[формовой пирожок]] Men. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔγχῠτος''': -ον, ὁ ἐντὸς χεόμενος, ἔγχυτον χηνὸς [[ἄλειφα]] ξὺν ἐλαίῳ Ἱππ. 603. 25, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 3. ΙΙ. [[ἔγχυτος]] (ἐνν. [[πλακοῦς]]), ὁ, [[πλακοῦς]] χυθεὶς εἰς σχῆμά τι, Λατ. enchytus, Ἱππῶν. ἐν Ἀποσπ. 21, Μέναδ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1. 9, πρβλ. Ἀθήν. 644C, κἑξ. 2) ἔγχυτον, τό, = [[ἔγχυμα]], Ἱππῶναξ 28, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 10. | |lstext='''ἔγχῠτος''': -ον, ὁ ἐντὸς χεόμενος, ἔγχυτον χηνὸς [[ἄλειφα]] ξὺν ἐλαίῳ Ἱππ. 603. 25, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 3. ΙΙ. [[ἔγχυτος]] (ἐνν. [[πλακοῦς]]), ὁ, [[πλακοῦς]] χυθεὶς εἰς σχῆμά τι, Λατ. enchytus, Ἱππῶν. ἐν Ἀποσπ. 21, Μέναδ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1. 9, πρβλ. Ἀθήν. 644C, κἑξ. 2) ἔγχυτον, τό, = [[ἔγχυμα]], Ἱππῶναξ 28, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 10. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔγχυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο χυμένος [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=[[ἔγχυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο χυμένος [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἔγχυτος]]<br />[[γλύκισμα]] που χύθηκε σε ένα [[σχήμα]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἔγχυτον</i><br />α) [[έγχυση]]<br />β) [[έγχυμα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:29, 6 October 2024
English (LSJ)
ἔγχυτον,
A poured in, infused, Aret.CD2.3; ἔγχυτον, τό, injection, Hp.Mul.1.34, Apollon. ap. Gal.12.582.
II ἔγχυτος (sc. πλακοῦς), ὁ, cake cast into a shape, Hippon.37, Men.518.9, Euang.1.7:—also ἐγχῠτοῦς, ὁ, Glossaria
2 ἔγχυτον, τό, = ἔγχυμα, infusion, Aret.CA 2.10.
Spanish (DGE)
(ἔγχῠτος) -ον
1 apto para ser instilado, inyectable medic. ἔγχυτον χηνὸς ἄλειφα ξὺν ἐλαίῳ Hp.Mul.1.34, φάρμακα Apollon. en Gal.12.647, κυκλαμίνου χυλὸς ἔγχυτος ἐς τὴν ῥῖνα Aret.CD 1.3.3, ὑγρὸν δὲ γίγνεται κάρτα ὡς ἔγχυτον Aret.CD 1.2.6
•subst. τὸ ἔγχυτον = inyectable o irrigación ἀτὰρ ἢν δὲ ἔγχυτον ἐκ τῶνδε ξυστῇ, ἐγχεῖν τῇ ὑστέρῃ Aret.CA 2.10.4, πρὸς ὀδονταλγίαν ἔγχυτα ἐς τὴν ῥῖνα Apollon. en Gal.12.582, cf. 615, 865.
2 subst. ὁ ἔγχυτος cierto pastel relleno o con un baño para las fiestas Targelias, Hippon.108.49, ὁ μάγειρος γὰρ ἐγχύτους ποιεῖ Men.Fr.409.9, θρῖα, τυρόν, ἐγχύτους Euang.1.7, hecho con queso, Chrysipp.Tyan. en Ath.647d, cf. ἔγχουτος, ἔγχυμα.
German (Pape)
[Seite 714] eingegossen, einzugießen; Medic. τὰ ἔγχυτα, = ἐγχύματα; – ὁ ἔγχυτος, sc. πλακοῦς, ein in eine Form gegossener Kuchen, com. bei Ath. XIV, 644 d 647 d.
Russian (Dvoretsky)
ἔγχῠτος: ὁ (sc. πλακοῦς) формовой пирожок Men.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγχῠτος: -ον, ὁ ἐντὸς χεόμενος, ἔγχυτον χηνὸς ἄλειφα ξὺν ἐλαίῳ Ἱππ. 603. 25, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 3. ΙΙ. ἔγχυτος (ἐνν. πλακοῦς), ὁ, πλακοῦς χυθεὶς εἰς σχῆμά τι, Λατ. enchytus, Ἱππῶν. ἐν Ἀποσπ. 21, Μέναδ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1. 9, πρβλ. Ἀθήν. 644C, κἑξ. 2) ἔγχυτον, τό, = ἔγχυμα, Ἱππῶναξ 28, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 10.
Greek Monolingual
ἔγχυτος, -ον (Α)
1. ο χυμένος μέσα σε κάτι
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔγχυτος
γλύκισμα που χύθηκε σε ένα σχήμα
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔγχυτον
α) έγχυση
β) έγχυμα.