ξόβεργο: Difference between revisions
From LSJ
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
lsj>Spiros (Created page with "{{grml |mltxt=ξόβεργα και ιξόβεργα, η, και ξόβεργο, το<br /><b>1.</b> βέργα αλειμμένη με ιξώδη, κολλώ...") |
m (1 revision imported) |
(No difference)
|
Latest revision as of 07:29, 6 October 2024
Greek Monolingual
ξόβεργα και ιξόβεργα, η, και ξόβεργο, το
1. βέργα αλειμμένη με ιξώδη, κολλώδη ουσία, που χρησιμοποιείται ως μικρή παγίδα για τη σύλληψη πουλιών
2. φρ. «πιάστηκε στο ξόβεργο» — λέγεται για κάποιον που εντυπωσιάστηκε ή σαγηνεύθηκε από κάποιον ή από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξόβεργα < ἰξός «είδος φυτού» + βέργα, με σίγηση του αρκτ. άτονου ι-].