πλινθοφορέω: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
lsj>Spiros mNo edit summary |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πλινθοφορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μεταφέρω]] πλίνθους, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''πλινθοφορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μεταφέρω]] πλίνθους, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[πλινθοφορέω]] Α [[πλινθοφόρος]]<br />[[μεταφέρω]], [[κουβαλώ]] πλίνθους. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 07:37, 6 October 2024
English (LSJ)
carry bricks, Ar.Av.1149, IG22.1672.28, Polyaen.8.24.3, BGU699.6 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 637] Ziegel tragen; Ar. Av. 1139. 1149; Polyaen. 8, 24, 2.
French (Bailly abrégé)
πλινθοφορῶ :
porter des briques.
Étymologie: πλινθοφόρος.
Greek Monotonic
πλινθοφορέω: μέλ. -ήσω, μεταφέρω πλίνθους, σε Αριστοφ.
Greek Monolingual
πλινθοφορέω Α πλινθοφόρος
μεταφέρω, κουβαλώ πλίνθους.
Russian (Dvoretsky)
πλινθοφορέω: носить кирпичи Arph.
Middle Liddell
πλινθοφορέω, fut. -ήσω
carry bricks, Ar. [from πλινθοφόρος