ἐπίστιος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
m (LSJ1 replacement)
lsj>Spiros
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epistios
|Transliteration C=epistios
|Beta Code=e)pi/stios
|Beta Code=e)pi/stios
|Definition=ἐπίστιον, Ion. for [[ἐφέστιος]] ([[quod vide|q.v.]]).<br><span class="bld">II</span>. [[ἐπίστιος]], ἡ, = [[ἀνίσωμα]], <b class="b3">πίνουσα τὴν ἐ.</b> Anacr.90.4.
|Definition=ἐπίστιον, Ion. for [[ἐφέστιος]] ([[quod vide|q.v.]]).<br><span class="bld">II</span>. [[ἐπίστιος]], ἡ, = [[ἀνίσωμα]], [[goblet of wine]], πίνουσα τὴν ἐπίστιον Anacr.90.4.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:40, 7 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίστιος Medium diacritics: ἐπίστιος Low diacritics: επίστιος Capitals: ΕΠΙΣΤΙΟΣ
Transliteration A: epístios Transliteration B: epistios Transliteration C: epistios Beta Code: e)pi/stios

English (LSJ)

ἐπίστιον, Ion. for ἐφέστιος (q.v.).
II. ἐπίστιος, ἡ, = ἀνίσωμα, goblet of wine, πίνουσα τὴν ἐπίστιον Anacr.90.4.

German (Pape)

[Seite 984] ion. = ἐφέστιος, zum Hausheerde gehörig, im Hause aufgenommen, der Gast, Her. 1, 35, Ζεὺς ἐπ. = ξένιος, 1, 44; ἡ ἐπ. κύλιξ, zum Willkommen, Anacr. Ath. X, 447 c; – τὸ ἐπίστιον ist – a) bei Hom. das Schirmdach, unter welchem die aufs Land gezogenen Schiffe standen, Od. 6, 265. Vgl. νεώσοικος u. νεώριον. – b) bei Her. 5, 72. 73 der zu einem Hause gehörige Hausstand, Familie.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne le foyer domestique : Ζεὺς ἐπίστιος Zeus protecteur du foyer domestique ; τὸ ἐπίστιον état d'une maison, d'une famille ; famille.
Étymologie: ἐπί, ἑστία ; ion. c. ἐφέστιος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίστιος: ион. = ἐφέστιος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίστιος: -ον, Ἰων. ἀντὶ ἐφέστιος.

Greek Monolingual

ἐπίστιος, -ον (Α)
1. εφέστιος
2. το θηλ. ως ουσ.ἐπίστιος
το ανίσωμα. το κρασί που προσέφεραν κατά την υποδοχή ξένου
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίστιον
στεγασμένος τόπος όπου φυλάγονταν τα ανελκυσμένα πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο Αρίσταρχος ερμηνεύει τη λ. επίστιον «εφέστιος», πράγμα που δημιουργεί προβλήματα, ενώ φαίνεται πιθανότερο να προέρχεται από θ. επι-στα (πρβλ. ίστημι). Το δε θηλ. η επίστιος απαντά ως επίθ. στη λ. κύλιξ και έχει τη σημασία εφέστιος «επί της εστίας», σημασία που προφανώς αποδόθηκε εσφαλμένα και στο ουδ. επίστιον από τον Αρίσταρχο. Η επίστιος κύλιξ «κούπα πάνω στην εστία» αποτελούσε ένδειξη καλής υποδοχής].

Greek Monotonic

ἐπίστιος: -ον, Ιων. αντί ἐφέστιος.