ἐμφυτευτής: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
lsj>Spiros
mNo edit summary
m (1 revision imported)
 

Latest revision as of 14:24, 11 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμφῠτευτής Medium diacritics: ἐμφυτευτής Low diacritics: εμφυτευτής Capitals: ΕΜΦΥΤΕΥΤΗΣ
Transliteration A: emphyteutḗs Transliteration B: emphyteutēs Transliteration C: emfyteftis Beta Code: e)mfuteuth/s

English (LSJ)

ἐμφυτευτοῦ, ὁ, emphyteuta, holder of a property leased in emphyteusis, tenant of a property leased in emphyteusis, PKlein.Form.314 (v/vi A. D.), Just.Nov.7 Pr.1.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
jur. enfiteuta, arrendatario por contrato enfitéutico ἀρχισύμμαχος καὶ ἐ. PKlein.Form.314 (V/VI d.C.), cf. PAphrod.Zuckerman 355 (VI d.C.), τῶν λοιπῶν ἁπάντων τῷ ἐμφυτευτῇ κεχαρισμένων condonado todo lo demás al enfiteuta Iust.Nou.7 proem.1.24, c. gen. ἀναγνώστης καὶ ἐ. τῆς κτήσεος (sic) IO 656 (V/VI d.C.), τῶν βασιλικῶν οἴκων Tib.II Nou.121.

German (Pape)

[Seite 820] ὁ, Erbpächter, Novell.

Greek Monolingual

ο (AM ἐμφυτευτής)
αυτός που νοικιάζει με μακροχρόνια μίσθωση ξένο κτήμα με δικαίωμα να το καλλιεργεί, να δημιουργεί φυτεία σ' αυτό
νεοελλ.
αυτός που φυτεύει.