κονιατής: Difference between revisions
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ") |
m (1 revision imported) |
||
(4 intermediate revisions by 2 users not shown) | |||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κονῐᾱτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἀσβεστώνων, ἀσβεστωτής, Γαλην.· [[ὄνομα]] δράματος τοῦ Ἄμφιδος, Πολυδ. Ζ΄, 125. | |lstext='''κονῐᾱτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἀσβεστώνων, [[ἀσβεστωτής]], Γαλην.· [[ὄνομα]] δράματος τοῦ Ἄμφιδος, Πολυδ. Ζ΄, 125. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και κονιαστής, ο (Α [[κονιάτης]] και [[κονιατήρ]])<br />[[εργάτης]] [[ειδικός]] στις επιχρίσεις με [[κονίαμα]], αυτός που γυψώνει ή επιχρίει με πηλό, [[σοβατζής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κονιῶ</i>. Ο τ. [[κονιατήρ]] <span style="color: red;"><</span> <i>κονιῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> ( | |mltxt=[[κονιατής]] και [[κονιαστής]], ο (Α [[κονιάτης]] και [[κονιατήρ]])<br />[[εργάτης]] [[ειδικός]] στις επιχρίσεις με [[κονίαμα]], αυτός που γυψώνει ή επιχρίει με πηλό, [[σοβατζής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κονιῶ</i>. Ο τ. [[κονιατήρ]] <span style="color: red;"><</span> <i>κονιῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> ([[πρβλ]]. [[κρατήρ]], [[στατήρ]])]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[plasterer]]=== | |||
Bulgarian: мазач; Catalan: guixaire; Chinese Mandarin: [[石膏工]], [[泥瓦匠]]; Dutch: [[stukadoor]]; Finnish: rappari; French: [[plâtrier]], [[plâtreur]]; German: [[Stuckateur]], [[Stuckarbeiter]], [[Gipser]]; Greek: [[αμμοκονιαστής]], [[κονιατής]], [[κονιαστής]], [[σοβατζής]]; Ancient Greek: [[ἀλβάριος]], [[γυψεμπλαστής]], [[γυψοπλάστης]], [[γυψωτής]], [[κονιατήρ]], [[κονιατής]], [[κονιάτης]], [[ὑπαγωγεύς]], [[χρίστης]]; Hebrew: טַיָּח, טַיֶּחֶת; Japanese: 左官; Kazakh: сылақшы; Latin: [[tector]]; Norman: pliâtreux; Ottoman Turkish: مالهجی; Polish: tynkarz; Romanian: stucator, tencuitor; Russian: [[штукатур]]; Spanish: [[yesero]], [[yesera]], [[enlucidor]], [[enlucidora]], [[revocador]], [[revocadora]]; Turkish: sıvacı | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:36, 12 October 2024
German (Pape)
[Seite 1481] ὁ, der mit Kalktünche Überziehende, Anstreichende, bei Poll. 1, 125 Titel einer Comödie des Amphis.
Greek (Liddell-Scott)
κονῐᾱτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀσβεστώνων, ἀσβεστωτής, Γαλην.· ὄνομα δράματος τοῦ Ἄμφιδος, Πολυδ. Ζ΄, 125.
Greek Monolingual
κονιατής και κονιαστής, ο (Α κονιάτης και κονιατήρ)
εργάτης ειδικός στις επιχρίσεις με κονίαμα, αυτός που γυψώνει ή επιχρίει με πηλό, σοβατζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κονιῶ. Ο τ. κονιατήρ < κονιῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. κρατήρ, στατήρ)].
Translations
plasterer
Bulgarian: мазач; Catalan: guixaire; Chinese Mandarin: 石膏工, 泥瓦匠; Dutch: stukadoor; Finnish: rappari; French: plâtrier, plâtreur; German: Stuckateur, Stuckarbeiter, Gipser; Greek: αμμοκονιαστής, κονιατής, κονιαστής, σοβατζής; Ancient Greek: ἀλβάριος, γυψεμπλαστής, γυψοπλάστης, γυψωτής, κονιατήρ, κονιατής, κονιάτης, ὑπαγωγεύς, χρίστης; Hebrew: טַיָּח, טַיֶּחֶת; Japanese: 左官; Kazakh: сылақшы; Latin: tector; Norman: pliâtreux; Ottoman Turkish: مالهجی; Polish: tynkarz; Romanian: stucator, tencuitor; Russian: штукатур; Spanish: yesero, yesera, enlucidor, enlucidora, revocador, revocadora; Turkish: sıvacı