συνδρομάς: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(nl) |
m (Text replacement - "( " to "(") |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syndromas | |Transliteration C=syndromas | ||
|Beta Code=sundroma/s | |Beta Code=sundroma/s | ||
|Definition= | |Definition=συνδρομάδος, pecul. fem. of <b class="b3">σύνδρομος, πέτραι αἱ σ.</b>, = [[συμπληγάδες]], E.''IT''421 (lyr.); <b class="b3">Κυάνεαι σ.</b> Theoc.13.22; <b class="b3">μέσας τέρμασιν ἄκροις συνδρομάδας</b> (two) mean [[proportionals]] to extremes, Eratosth. 35.6. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1009.png Seite 1009]] άδος, ἡ, bes. fem. zu [[σύνδρομος]]; πέτραι, = συμπληγάδες, Eur. I. T 422; γραμμαί, Eratosth. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1009.png Seite 1009]] άδος, ἡ, bes. fem. zu [[σύνδρομος]]; πέτραι, = συμπληγάδες, Eur. I. T 422; γραμμαί, Eratosth. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=άδος<br /><i>adj. f. c.</i> [[σύνδρομος]]. | |btext=άδος<br /><i>adj. f. c.</i> [[σύνδρομος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συνδρομάς -άδος [σύνδρομος] tegen elkaar botsend:. αἱ συνδρομάδαι (πέτραι) de rotsen die tegen elkaar botsen (de Symplegaden). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνδρομάς:''' άδος adj. f сбегающаяся, сталкивающаяся: αἱ συνδρομάδες πέτραι Eur. = αἱ Συμπληγάδες. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α<br />[[ιδιότυπος]] τ. θηλ. του επιθ. [[σύνδρομος]] («πέτρας τὰς συνδρομάδας» — [[δηλαδή]] τις συμπληγάδες, <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύνδρομος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] ( | |mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α<br />[[ιδιότυπος]] τ. θηλ. του επιθ. [[σύνδρομος]] («πέτρας τὰς συνδρομάδας» — [[δηλαδή]] τις συμπληγάδες, <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύνδρομος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] ([[πρβλ]]. [[λεπράς]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνδρομάς:''' -[[άδος]], θηλ. του [[σύνδρομος]]·, <i>αἱ συνδρομάδες πέτραι = συμπληγάδες</i>, σε Ευρ.· συνδρομάδες [[Κυάνεαι]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''συνδρομάς:''' -[[άδος]], θηλ. του [[σύνδρομος]]·, <i>αἱ συνδρομάδες πέτραι = συμπληγάδες</i>, σε Ευρ.· συνδρομάδες [[Κυάνεαι]], σε Θεόκρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συνδρομάς''': -άδος, ἰδιότυπον θηλυκ. τοῦ [[σύνδρομος]], αἱ σ. πέτραι, = συμπληγάδες, Εὐρ. Ι. Τ. 422· σ. [[Κυάνεαι]] Θεόκρ. 13. 22. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[συνδρομάς]], άδος, [fem. of [[σύνδρομος]]<br />αἱ ς. πέτραι, = συμπληγάδες, Eur.; ς. [[Κυάνεαι]] Theocr. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:55, 13 October 2024
English (LSJ)
συνδρομάδος, pecul. fem. of σύνδρομος, πέτραι αἱ σ., = συμπληγάδες, E.IT421 (lyr.); Κυάνεαι σ. Theoc.13.22; μέσας τέρμασιν ἄκροις συνδρομάδας (two) mean proportionals to extremes, Eratosth. 35.6.
German (Pape)
[Seite 1009] άδος, ἡ, bes. fem. zu σύνδρομος; πέτραι, = συμπληγάδες, Eur. I. T 422; γραμμαί, Eratosth.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f. c. σύνδρομος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνδρομάς -άδος [σύνδρομος] tegen elkaar botsend:. αἱ συνδρομάδαι (πέτραι) de rotsen die tegen elkaar botsen (de Symplegaden).
Russian (Dvoretsky)
συνδρομάς: άδος adj. f сбегающаяся, сталкивающаяся: αἱ συνδρομάδες πέτραι Eur. = αἱ Συμπληγάδες.
Greek Monolingual
-άδος, ἡ, Α
ιδιότυπος τ. θηλ. του επιθ. σύνδρομος («πέτρας τὰς συνδρομάδας» — δηλαδή τις συμπληγάδες, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνδρομος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. λεπράς)].
Greek Monotonic
συνδρομάς: -άδος, θηλ. του σύνδρομος·, αἱ συνδρομάδες πέτραι = συμπληγάδες, σε Ευρ.· συνδρομάδες Κυάνεαι, σε Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
συνδρομάς: -άδος, ἰδιότυπον θηλυκ. τοῦ σύνδρομος, αἱ σ. πέτραι, = συμπληγάδες, Εὐρ. Ι. Τ. 422· σ. Κυάνεαι Θεόκρ. 13. 22.
Middle Liddell
συνδρομάς, άδος, [fem. of σύνδρομος
αἱ ς. πέτραι, = συμπληγάδες, Eur.; ς. Κυάνεαι Theocr.